κατείργω

From LSJ
Revision as of 15:09, 7 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατείργω Medium diacritics: κατείργω Low diacritics: κατείργω Capitals: ΚΑΤΕΙΡΓΩ
Transliteration A: kateírgō Transliteration B: kateirgō Transliteration C: kateirgo Beta Code: katei/rgw

English (LSJ)

Ion. κατέργω (v. ἔργω), Cypr. aor. 2
A κατέϝοργον Inscr.Cypr.135.1 H.:—also κατέργνυμι (v. infr.), Att. also καθείργω, καθείργνυμι (q.v.): fut. καθείρξω, Ion. καθέρξω:—drive into, shut in, τοὺς περιγενομένους ἐς τὰς νέας κατεῖρξαν Hdt.5.63; κατεργνῦσι [αὐτοὺς] ἐς μέσα τὰ φρύγανα shut them up into the middle of the fire-wood, Id.4.69: generally, press hard, reduce to straits, κατέργοντες πολλὸν τοὺς Ἀθηναίους Id.6.102; besiege, πτόλιν Inscr.Cypr.l.c.:—Pass., to be hemmed in, be kept down, ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου Th.1.76; ὑπ' ἀνάγκης D.H.6.2; ὅρκοις -ειργόμενοι ib.45; τὸ πολέμῳ καὶ δεινῷ τινι -ειργόμενον what is done under stress of... Th.4.98.
II hinder, prevent, τινα E.Med. 1258 (lyr.): c. acc. et inf., κατείργοντας νεκροὺς τάφου… λαχεῖν Id.Supp.308: abs., delay, Id.Alc.256 (lyr.); limit, τὴν φιλαρχίαν Plu. Pomp.53.

German (Pape)

[Seite 1394] ion. κατέργω, einschließen, einsperren, zusammendrängen; ἐς τὰς νέας κατέρξαν Her. 5, 63; κατέργοντες πολλὸν τοὺς Ἀθηναίους 6, 102, trieben sie sehr in die Enge; κατεῖργον αὐτοὺς πολέμῳ Thuc. 6, 6; pass., 4, 98, vgl. 1, 76; gezwungen werden, D. Hal. 5, 67; ὅρκοις, verpflichtet werden, 6, 45; – verhindern, ἄνδρας κατείργοντας νεκροὺς τάφου λαχεῖν Eur. Suppl. 308, vgl. Alc. 255; Sp., neben πιέζω Plut. Thes. 6; einschränken, τὴν φιλαρχίαν Pomp. 53.

French (Bailly abrégé)

1 enfermer, resserrer, bloquer : ἐς τὰς νέας HDT dans les vaisseaux ; presser fortement, réduire à l'étroit, acc. ; Pass. être contraint ; τὸ κατειργόμενον THC ce qu'on fait sous l'empire de la nécessité;
2 réprimer, empêcher ; restreindre : τὴν φιλαρχίαν PLUT l'amour du pouvoir.
Étymologie: κατά, εἴργω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-είργω of καθ-είργω en καθ-είργνυμι, Ion. κατέργω en κατέργνυμι insluiten:; ἐς τὰς νέας κ. opsluiten in de schepen Hdt. 5.63.4; in bedwang houden:; τὸν ἥσσω ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι dat de zwakkere door de sterkere onder de duim wordt gehouden Thuc. 1.76.2; ook med. belemmeren, verhinderen:. κατείργοντας νεκροὺς τάφου λαχεῖν verhinderend dat de doden een graf krijgen Eur. Suppl. 308; τὴν φιλαρχίαν het machtsstreven belemmeren Plut. Pomp. 53.7.

Russian (Dvoretsky)

κατείργω: ион. κατέργω и κατείργνῡμι (aor. κάτερξα)
1 загонять (τοὺς βοῦς ἐς μέσα τὰ φρύγανα, τοὺς Λακεδαιμονίους ἐς τὰς νέας Her.);
2 загонять в тупик, запирать, блокировать (τοὺς Ἀθηναίους Her.);
3 принуждать, заставлять (τινὰ φόβῳ Plut.): ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι Thuc. покоряться более сильному; τὸ κατειργόμενον Thuc. необходимость, неизбежность;
4 препятствовать, мешать (τινὰ ποιεῖν τι Eur.);
5 сдерживать, ограничивать (τὴν φιλαρχίαν Plut.).

Greek Monolingual

κατείργω, ιων. τ. κατέργω και κατέργνυμι, αττ. τ. καθείργω και καθείργνυμι (Α)
1. κλείνω σε κάποιο μέρος, κλείνω μέσα («κατεργνῡσι ἐς μέσα τὰ φρύγανα», Ηρόδ.)
2. μτφ. περιστέλλω, περιορίζω («ἡ... κατείργουσα τῶν ἀνδρῶν τὴν φιλαρχίαν», Πλούτ.)
3. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, πιέζω, καταπιέζω (α. «τὸ πολέμῳ καὶ δεινῷ τινι κατειργόμενον» — καθετί που διαπράττεται από την πίεση του πολέμου ή κάποιας άλλης συμφοράς, Θουκ.
β. «κατέργοντές τε πολλόν... τοὺς Ἀθηναίους», Ηρόδ.)
4. επιγρ. πολιορκώ
5. παρεμποδίζω, είμαι εμπόδιο
6. αναβάλλω, βραδύνω, χρονοτριβώ («ἐπείγου
σὺ κατείργεις», Ευρ.)
7. μέσ. κατείργομαι
αναγκάζομαι σε υποταγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εἴργω «κλείνω, εμποδίζω»].

Greek Monotonic

κατείργω: Ιων. -έργω· μέλ. -είρξω, Ιων. -έρξω·
I. οδηγώ μέσα σε, κλείνω μέσα, σε Ηρόδ.· γενικά, καταπιέζω, φέρνω σε δυσκολία, στον ίδ. — Παθ., εγκλείομαι, περιορίζομαι, αναγκάζομαι, σε Θουκ.· τὸ κατειργόμενον, αυτό που πράττεται από ανάγκη, στον ίδ.
II. εμποδίζω, κωλύω, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κατείργω: Ἰων. -έργω, (ἴδε ἐν λ. ἔργωὡσαύτως -έργνυμι (ἴδε κατωτ.) μέλλ. -είρξω, Ἰων. -έρξω. Ὠθῶ ἐντός…, ἐγκλείω, τοὺς περιγενομένους ἐς τὰς νέας κάτερξαν Ἡρόδ. 5. 63· κατεργνῡσι αὐτοὺς ἐς μέσα τὰ φρύγανα, ἐνέκλεισαν ἐν τῷ μέσῳ τῶν φρυγάνων, ὁ αὐτ. 4. 69·- καθόλου, καταπιέζω, εἰς δυσκολίας περιάγω, κατέργοντες πολλὸν τοὺς Ἀθηναίους ὁ αὐτ. 6. 102· ἔφθειρε τὴν χώραν καὶ ναυσὶν ἅμα ἐκ τῆς θαλάσσης κατεῖργε Παυσαν.- Παθ., ἐγκλείομαι, περιορίζομαι, ἀναγκάζομαι, τὸν ἥσσω ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι, ἀναγκάζεσθαι εἰς τὴν ὑποταγήν, Θουκ. 1. 76, Διον. Ἁλ., κτλ.· κατείργεσθαι ὅρκοις Διον. Ἁλ. 6. 45· τὸ κατειργόμενον, τὸ ἐξ ἀνάγκης πραττόμενον, Θουκ. 4. 98. ΙΙ. ἐμποδίζω, κωλύω, ἐπείγου· σὺ κατείργεις, ἐμπόδιον εἶσαι, Εὐρ. Ἄλκ. 255· τινὰ κάτεργέ νιν, κατάπαυσον, ὅπερ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει τιμώρησαι, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1258· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κατείργοντες νεκροὺς τάφου. κυρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 308·- περιορίζω, τὴν φιλαρχίαν Πλούτ. Πομπ. 53· οὐδενὸς πιέζοντος, οὐδενὸς κατείργοντος ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 6.

Middle Liddell

ionic -έργω fut. -είρξω ionic -έρξω
I. to drive into, shut in, Hdt.:—generally, to press hard, reduce to straits, Hdt.:—Pass. to be hemmed in, kept down, Thuc.; τὸ κατειργόμενον what is done under necessity, Thuc.
II. to hinder, prevent, Eur.