Ἑλληνικός
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
English (LSJ)
Ἑλληνική, Ἑλληνικόν,
I Hellenic, Greek, Hdt. 4.108, etc.
2ἑλληνική (sc. γλῶσσα), ἡ, the Greek language, Apoc. 9.11.
3 τὸ Ἑλληνικόν = the Greeks collectively, Hdt. 7.139, al.; Greek soldiery, X. An. 1.4.13.b Greek culture, DH. 1.89; pl., Hdt. 4.78.
4 τὰ Ἑλληνικά = the history of Greek affairs, Th. 1.97, etc.; title of works by X., Theopomp.Hist., etc.; Greek literature, App. BC 4.67.II like the Greeks, οὐ… πατρῷον τόνδ' ἐδεξάμην νόμον, οὐδ' Ἑ. E. Alc. 684, cf. Ar. Ach. 115, Plu. Luc. 41; Comp. ἑλληνικώτερος Id. Comp. Lyc. Num. 1; ἡ συγγνώμη τῆς τιμωρίας Ἑλληνικώτερον Lib. Epic 75.4; Sup. ἑλληνικώτατος D. 19.308, DH. 1.89. Adv. ἑλληνικῶς = in Greek fashion, Hdt. 4.108, E. IT 660, Antiph. 184.III pure Greek, οὐχ Ἑλληνικὴ λέξις Orus ap. Eust. 859.55, cf. Ael. Dion. Fr. 207, S.E. M. 1.187. Adv. ἑλληνικῶς = in pure Greek, opp. βαρβαρικῶς, Phld. Lib. p. 13 O., cf. S.E. M. 1.243, Porph. Abst. 3.3.2 in Hellenistic Greek, opp. Ἀττικῶς, Moer. 1, al.; but also, opp. κοινόν 'in common speech', Id. 347, al.IV pagan, LXX 2 Ma. 4.10, al., Jul. Epic 84a, Suid. s.v. Διοκλητιανός.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
A I1griego, heleno
a) de colect. humanos ἔθνος Hdt.1.56, Μακεδόσιν καὶ τοῖς λοιποῖς ἔθνεσιν τοῖς Ἑλληνικοῖς IEphesos 24B.19 (II d.C.), γένος Pl.R.469b, Lg.693a, OGI 497.6 (Cibira II d.C.), πόλεις Th.1.17, X.HG 4.1.34, cf. Ar.Au.148, de ejércitos στρατιή Hdt.9.41, στρατόπεδον Hdt.8.81, ξενικόν X.HG 3.1.13, μισθοφόροι Plb.1.48.3, ναυτικόν X.HG 4.8.4, στόλος de la flota que fue a Troya, E.IT 11, δύναμις X.An.1.1.6, στράτευμα X.An.1.7.14, de esclavos γύναιον Plu.Them.26, Art.28;
b) de territorios γῆ Pl.R.470a, περὶ τὸν ἑλληνικὸν τόπον e.d., Grecia, Arist.Mete.350b15, cf. 352a33, χώρα Plu.Ages.34, σύμπαν τὸ κατὰ τὴν Ἀσίαν Ἑλληνικόν Gal.18(1).469
•tb. subst. ἡ Ἑ. de un barrio gr. en una ciudad de Egipto τέμενος ἐν τῇ Ἑλληνικῇ πρὸς τῷ λιμένι PCair.Zen.34.7 (III a.C.);
c) de cosas ναῦς A.Pers.409, ἐσθής Hdt.5.88, μαχαίρη Hdt.2.41, X.An.1.8.7, λόγχη X.An.4.8.7, φαρέτρα ID 1443A.2.43 (II a.C.), ἱερά I.AI 19.7, ἱερόν POxy.3471.9 (II d.C.), οἶνος Gal.13.533, ἔλαιον I.Vit.74, κράνη Plu.Flam.14, ὀπώρα Plu.Alex.50;
d) de costumbres, instituciones, ritos, etc. νόμαια Hdt.2.91, νόμος E.Alc.684, Lys.2.9, κοινὸν Ἑλληνικὸν νόμισμα Pl.Lg.742a, μαντήια Hdt.1.46, δίαιτα Hdt.4.78, ἑορτὴ ἑλληνικωτάτη Ath.639e, cf. Hdn.Gr.2.575, παιδεία I.Ap.1.73, Hom.Clem.4.7, Soz.HE 3.16.7, πότος Alex.9.8, cf. Men.Mis.315
•op. lo ‘bárbaro’ Ἑλληνικοῦ καὶ βαρβαρικοῦ παιῶνος Lys.2.38;
e) del carácter o el modo de actuar, gener. con connotaciones posit. πράξεις Plb.1.3.4, 2.37.4, οὔτε δίκαιον ... οὔθ' Ἑλληνικὸν ... τὸ παρακαλούμενον Plb.20.10.6, ἡ Ἑ. κατασκευὴ τῶν ὅπλων Plb.6.25.9, cf. Plu.Lyc.22, οὐχ Ἑλληνικῆς γενομένης διὰ Θηβαίους σφαγῆς Arr.An.1.9.7, cf. Plu.Comp.Nic.Crass.2, D.H.Rh.1.7, pero entre crist. y judíos, c. connotaciones neg. πρὸς τὸν Ἑλληνικὸν χαρακτῆρα τοὺς ὁμοφύλους μετέστησε LXX 2Ma.4.10, εἶναι ... ἑλληνικώτατον ἀνθρώπων irón. de Filipo, D.19.308
•c. uso adverb. en ac. τρόπον τὸν ἑλληνικόν a la manera griega Hdt.7.189, abs. ἑλληνικόν γ' ἐπένευσαν asienten a la manera griega e.d., inclinando hacia delante la cabeza, Ar.Ach.115
•tb. en dat. a la manera griega, e.e., según el cómputo griego ἑλληνικῇ δὲ ἔτους ξσʹ σεβαστοῦ tras una fecha a la romana IBeroeae 68.16, cf. 69.13 (ambas III d.C.);
f) c. n. de acción, equiv. a un gen. obj. φόνος Ἑ. matanza de griegos Hdt.7.170, σωτηρία Pl.Mx.241c.
2 helenizado, que ha aceptado o adoptado la cultura helena de pers. ἄνθρωπος ... Ἑ. ἦν οὐ τῇ διαλέκτῳ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῇ ψυχῇ de un judío, I.Ap.1.180
•de territorios τῇ Λυβίῃ τῇ Ἑλληνικῇ de Cirene, Arr.An.5.25.4, χωρίον de Batne (Tell-Batnan), Iul.Ep.98.
3 que habla o escribe en griego ἱστοριογράφοι I.AI 1.133, Ap.1.2, ποιητής IEphesos 1149.8 (imper.), γραμματικὸς ἑ. profesor de lengua griega, DP 7.70.
4 de sucesos particulares πόλεμος Ἑλληνικός = la Guerra Helena n. dado en Atenas a la Guerra Lámica IG 22.448.44, 505.17 (ambas IV a.C.).
5 de lugares particulares θάλασσα ἡ Ἑλληνική = del Mar Egeo, Hdt.5.54, Th.1.4, Plu.Eum.19, Gal.6.727, ἑλληνικαὶ νῆσοι las islas griegas, esp. Chipre, Thdt.M.81.1077A, cf. Chor.Decl.3.22.
6 de diversas plantas: κύαμος Hp.Mul.1.46, Gal.13.31, κάλαμος Gal.12.418, Zos.Alch.Comm.Gen.7.35, κολοκύνθη Ph.Mech.89.43.
7 de anim. περιστερίδιον op. αἰγύπτιος PLips.97.26.9 (IV d.C.).
8 de pesos y medidas: κοτύλη Plu.Cam.27, σχοῖνος Περσικὴ καὶ σχοῖνος Ἑλληνική Hero Def.130, πλέθρον Hero Tab.H.2.11, ἰούγερον Hero Tab.H.2.12.
9 ὁ Ἑ. helénico ét. de la ciudad de Hélade, St.Byz.s.u. Ἑλλάς.
II ref. la lengua y la escritura
1 griego, expresado en griego οὔνομα Hdt.3.115, φωνή Pl.Cra.409e, 410a, Plu.Brut.40, cf. Pl.Criti.113a, Str.14.2.28, διάλεκτος Plu.Num.13, Gal.8.568, λόγος Chor.Or.7.42, Ἑλληνική τις ἱστορία τοῦ Μαρσικοῦ πολέμου Plu.Luc.1
•subst. Ἑβραϊστὶ Ἀβαδδών, καὶ ἐν τῇ Ἑλληνικῇ ὄνομα ἔχει Ἀπολλύων Apoc.9.11, ἡρμηνεύθησαν (del latín) εἰς Ἑλληνικὸν οὕτως Eus.Dor.Ep.Chalc. en ACO 2.1.2 (p.8)
•griego, escrito en alfabeto griego γράμμασιν καὶ Αἰγυπτίοις καὶ Ἑλληνικοῖς OGI 56.74 (Tanis III a.C.), cf. 90.54 (Roseta II a.C.), γράμματα SB 5117.6 (I d.C.), Eu.Luc.23.38 (var.), γραμμάτων εἴδησις, ἐάν τε Ἑλληνικῶν ἐάν τε βαρβαρικῶν S.E.M.1.44, cf. Plu.Flam.1, POxy.907.2 (III d.C.), Iust.Nou.47.2, τῶν ἐν Ῥώμῃ βιβλιοθηκῶν Ῥωμαικῶν τε καὶ Ἑλληνικῶν IUrb.Rom.62.5 (II d.C.), ἀντίγραφον POxy.2348.50 (III d.C.), δίπλωμα POxy.3054.10 (III d.C.), ἐπὶ τῶν ἑλληνικῶν ἐπιστολῶν trad. de lat. ab epistulis graecis, IEphesos 651.9 (II d.C.), ISide 62.3 (II d.C.).
2 griego correcto δισταζόντων εἰ τὸ «εἴρηκας» Ἑλληνικὸν ἤπερ τὸ «εἴρηκες» διὰ τοῦ «ε» A.D.Synt.37.14, τὰ μᾶλλον ἑλληνικώτερα καὶ γραμματικώτερα Hdn.Epim.4, ἡ ἄρα συνήθεια τοῦ τί τέ ἐστιν ἑλληνικὸν καὶ τί ἀνελλήνιστον γίνεται κριτήριον S.E.M.1.181, τοῦ γὰρ Ἀττικοῦ «τὸ τάριχος» λέγοντος ὡς ἑλληνικὸν καὶ τοῦ Πελοποννησίου «ὁ τάριχος» προφερομένου ὡς ἀδιάστροφον S.E.M.1.187
•neutr. subst. τὸ ἑ. op. τὸ βαρβαρικόν ‘barbarismo’, S.E.M.1.64.
III crist. griego, pagano φιλόσοφοι Thdt.Affect.proem.5, Ἑλληνικῶν θεραπευτικὴ παθημάτων remedio de las afecciones paganas Thdt.Affect.tít., μυθολογία Thdt.Affect.proem.1, περὶ τῆς τῶν Ἑλληνικῶν θεῶν τε καὶ μαντείων καθαιρέσεως Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1253A, τὴν Ἀρειανὴν καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἀφροσύνην Ath.Al.M.26.177A, ἑορταί Soz.HE 1.8.5, προστιθεμένων ἐκ τοῦ Ἑλληνικοῦ πλήθους καὶ τῶν ἄλλων αἱρέσεων Soz.HE 2.23.8, Cyr.Al.Hom.Diu.5 en ACO 1.1.2 (p.103.16)
•subst. ὁ Ἑ. pagano τοὺς Ἑλληνικοὺς ταῖς τοιαύταις εὐποιίαις προσέθιζε Iul.Ep.84.431a.
B subst. neutr. τὸ Ἑ.
I 1el mundo griego, los griegos τὸ Ἑ. γλώσσῃ μέν, ἐπείτε ἐγένετο, αἰεί κοτε τῇ αὐτῇ διαχρᾶται Hdt.1.58, (Πέρσαι) τὴν δὲ Εὐρώπην καὶ τὸ Ἑ. ἥγηνται κεχωρίσθαι (los persas) consideran que Europa y el mundo griego están aparte Hdt.1.4, τὸ ἄλλο Ἑλληνικὸν ὁρῶν ξυνιστάμενον πρὸς ἑκατέρους Th.1.1, cf. D.C.72.1, τὸ παλαιὸν Ἑλληνικόν Th.1.6, cf. Aristid.Or.1.93, 167, καθεῖλε δὲ καὶ Ἀντίπατρος καὶ Κάσσανδρος ὕστερον τὸ Ἑ. Paus.1.4.1, cf. 25.7, Iul.Caes.324b, τὸ Ἑ. καὶ βαρβαρικὸν ... διορίζειν Plu.2.329c
•lo heleno, la helenidad Ἠλείων μὲν ἐκ τοῦ ἑλληνικωτάτου γενόμενοι de habitantes del Ponto, D.H.1.89.
2 milit. el ejército griego o el campamento griego περισταυρωσάμενοι ἀπὸ τοῦ Ἑλληνικοῦ ὡς εἴκοσι στάδια X.HG 3.2.2, ἐσώθησαν ... εἰς τὸ Ἑλληνικόν X.HG 3.2.4, cf. An.1.4.13, 3.4.34.
3 gener. en plu. τὰ Ἑλληνικά = los asuntos públicos de los griegos, los asuntos públicos de Grecia Plb.4.1.4, οἱ Ῥωμαῖοι ... ἐνεφύοντο τοῖς Ἑλληνικοῖς Plu.Phil.17, τὰ πρὸ τῶν Μηδικῶν Ἑλληνικὰ ξυνετίθεσαν trataron los asuntos de Grecia anteriores a las Guerras Médicas Th.1.97, τὰ βαρβαρικὰ τοῖς ἑλληνικοῖς κεράσαι Plu.2.332a, en sg. ὁ Αὔγουστος τὸ ἑ. διήγαγε Augusto resolvió los asuntos griegos D.C.54.7.4
•Helénicas tít. de varias obras sobre la historia griega: de Jenofonte Ξενοφῶν Ἑλληνικῶν τρίτῳ Hdn.Gr.1.97, de Teopompo Θεόπομπος ὀγδόῳ Ἑλληνικῶν Hdn.Gr.1.227, de Calístenes Καλλισθένης ἐν τρίτῳ τῶν Ἑλληνικῶν Hdn.Gr.1.261, de Cárace Χάραξ Ἑλληνικῶν δευτέρᾳ Hdn.Gr.1.276.
4 Helenicon barrio de Menfis, residencia de la comunidad griega Ἑ. καὶ Καρικόν Aristag.Hist.9a.
II visto desde fuera del mundo griego
1 el elemento griego, la colonia griega (Σελευκεία) ἔστι δὲ πόλις ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ, πλεῖστον τὸ ἑ. καὶ νῦν ἔχουσα D.C.40.16.3, cf. I.BI 2.268.
2 entre los judios la gentilidad πολλοὺς μὲν Ἰουδαίους, πολλοὺς δὲ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐπηγάγετο (Ἰησοῦς) I.AI 18.63.
C adv. ἑλληνικῶς
I 1a la manera griega Ἑλληνικῶν θεῶν ἱρὰ Ἑ. κατεσκευασμένα Hdt.4.108, ὡς ἑ. ἀνήρεθ' ἡμᾶς τοὺς τ' ἐν Ἰλίῳ πόνους E.IT 660, τεθραμμένος ἑ. de Casandro, Plu.Alex.74, ποιοῦσι ... ἑκατόμβας ... ἑ. Str.3.3.7, ζῆν Str.14.2.28, διαιτᾶν del emperador Claudio, D.C.60.6.2
•del carácter o el modo de actuar, c. connotaciones posit. ἔνι μάλιστα ταῖς δόξαις ἑ. διακείμενοι καὶ πρᾴως y sobre todo en lo que toca a las creencias, actuando mesuradamente y de la forma helena ref. a los romanos, Plu.Marc.3, τὰ περὶ Μαντίνειαν οὐχ ἑ. διῳκῆσθαι τοῖς Ἀχαιοῖς Plu.Arat.45, ἀνθρωπίνως καὶ ἑ. τιμᾶσθαι Arr.An.4.11.8, σωφρονοῦντες ἑ. Lib.Decl.6.6, cf. Plu.2.558a
•con nombres κραιπάλη ἑλληνικῶς una resaca a la griega Antiph.182.4.
2 crist. como los griegos paganos c. connotaciones neg. ὡς ... μήτε δήμῳ θεῶν ἑ. ἐκβακχεύοιτο de modo que ni se embriagara con la multitud de dioses, a lo griego Gr.Nyss.M.46.825C, μυθολογῶν Basil.M.31.1329A, θρησκεύω Soz.HE 3.17.4.
II ref. el idioma
1 en griego ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ ἑ. X.An.1.8.1, ὠνομάζετο Σηπιοῦς ἑ. Str.6.3.9, λόχους καὶ τάξεις ἑ. καλοῦσιν Plu.2.379f, ἐπιγράμματα, τὰ μὲν Ῥωμαϊκῶς τὰ δὲ Ἑ. πεποιημένα Arr.Peripl.M.Eux.21.2, op. βαρβάρως ὀνομάζειν Cels.Phil.8.37, cf. Epiph.Const.Haer.26.1.4, οὔτε καθόλως ἑ. ἑρμηνευόμενον del griego en general op. al griego técnico médico, Gal.17(2).314.
2 gram. en griego correcto ἵνα καὶ ἡ στιγμὴ καὶ ὁ τόνος ἀναλόγως καὶ ἑ. ἔχῃ Hdn.Gr.2.76, 163, διάλεκτος δέ ἐστι λέξις κεχαραγμένη ἐθνικῶς τε καὶ ἑ. D.L.7.56.
Russian (Dvoretsky)
Ἑλληνικός: эллинский, греческий Her., Thuc. etc.: Ἑλληνικώτατος ἄνθρωπος ирон. Dem. преданнейший Греции человек.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλληνικός: -ή, -όν, Ἡρόδ. 4. 108, κ. ἀλλ., καὶ Ἀττ. 2) τὸ Ἑλληνικόν, οἱ Ἕλληνες περιληπτικῶς, Ἡρόδ. 7. 139, κ. ἀλλ.· οἱ Ἕλληνες στρατιῶται, ὁ Ἑλληνικὸς στρατός, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 13. 3) τὰ Ἑλληνικά, ἱστορία, ἀφήγησις Ἑλληνικῶν πραγμάτων, Θουκ. 1. 97, κτλ.· Ἑλληνικὴ φιλολογία, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 67. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς Ἕλληνα, οὐ γὰρ πατρῷον τόνδ’ ἐδεξάμην νόμον, παίδων προθνήσκειν πατέρας, οὐδ’ Ἑλληνικὸν Εὐρ. Ἄλκ. 684, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 115· - συγκρ. -ώτερος Πλουτ. Λυκούργ. καὶ Νουμ. Σύγκρ. 1· ὑπερθ. -ώτατος Δημ. 439. 26. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν Ἑλληνικὸν τρόπον, Ἡρόδ. 4. 108, Ἀντιφάν. ἐν «Παρασίτῳ» 4.
English (Strong)
from Ἕλλην; Hellenic, i.e. Grecian (in language): Greek.
English (Thayer)
Ἑλληνικῇ, Ἑλληνικόν, Greek, Grecian: T WH Tr text omit; L Tr marginal reading brackets the clause); Aeschylus, Herodotus down.)
Greek Monotonic
Ἑλληνικός: -ή, -όν (Ἕλλην),
I. 1. ελληνικός, σε Ηρόδ., Αττ.
2. τὸ Ἑλληνικόν, οι Έλληνες περιληπτικά, σε Ηρόδ.· οι Έλληνες στρατιώτες, ο ελληνικός στρατός, σε Ξεν.
3. τὰ Ἑλληνικά, η αφήγηση, η εξιστόρηση των ελληνικών ζητημάτων, σε Θουκ.
II. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε Έλληνες, σε Αριστοφ.· επίρρ. -κῶς, κατά τον ελληνικό τρόπο, σύμφωνα με τον ελληνικό τρόπο, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
Ἑλληνικός, ή, όν Ἕλλην
I. Hellenic, Greek, Hdt., Attic
2. τὸ Ἑλληνικόν the Greeks collectively, Hdt.; the Greek soldiery, Xen.
3. τὰ Ἑλληνικά the history of Grecian affairs, Thuc.
II. like the Greeks, Eur., Ar.:—adv. -κῶς, in Greek fashion, Hdt.
Chinese
原文音譯:`EllhnikÒj 赫累你可士
詞類次數:專有名詞(2)
原文字根:希臘的
字義溯源:希臘語,希利尼語;源自(Ἕλλην)=希臘人),而 (Ἕλλην)又出自(Ἑλλάς)*=希臘)
出現次數:總共(2);路(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 希利尼話(1) 啓9:11;
2) 希利尼(1) 路23:38
Translations
Greek
Afrikaans: Grieks; Albanian: grek, greke, grish, elin, eline; Arabic: يُونَانِيّ, ّإِغْرِيقِيّ; Armenian: հունական; Old Armenian: յունական; Aromanian: grec, greacã, grache, gãrtsescu, gãrtseascã; Asturian: griegu; Azerbaijani: yunan; Bavarian: Griachische; Belarusian: грэцкі, грэчаскі; Bengali: ইউনানী; Bulgarian: гръ́цки; Burmese: ဂရိ; Catalan: grec, hel·lè; Chinese Mandarin: 希臘的, 希腊的; Czech: řecký; Danish: græsk; Dutch: Grieks, Griekse; Esperanto: greka; Estonian: kreeka; Faroese: grikskur; Finnish: kreikkalainen, kreikankielinen; French: grec; Galician: grego; Georgian: ბერძნული; German: griechisch; Greek: ελληνικός; Ancient Greek: Ἑλληνικός; Hawaiian: Helene; Hebrew: יווני / יְוָנִי; Hindi: यूनानी, ग्रीक; Hungarian: görög; Icelandic: grískur; Interlingua: grec, greco; Irish: Gréagach; Italian: greco; Japanese: ギリシャの, ギリシアの; Kazakh: грек; Khmer: ក្រិក; Korean: 그리스의; Kurdish Central Kurdish: یۆنانی; Northern Kurdish: yewnanî; Kyrgyz: грек; Lao: ເກຣັກ, ຍວນ; Latin: Graecus; Latvian: grieķisks, grieķu; Lithuanian: graikiškas; Luxembourgish: griichesch; Macedonian: грчки; Malay: Yunani; Mongolian Cyrillic: грек; Mongolian: ᠭᠷᠧᠻ; Norwegian Bokmål: gresk; Nynorsk: gresk; Occitan: grèc; Old Church Slavonic Cyrillic: грьчьскъ; Old East Slavic: грьчьскъ; Old English: Crēċisċ; Pashto: يوناني; Persian: یونانی; Polish: grecki; Portuguese: grego; Romanian: grec, grecesc, greacă; Russian: греческий, грецкий; Rusyn: ґрецькый; Serbo-Croatian Cyrillic: гр̏чкӣ; Roman: gȑčkī; Sicilian: grecu; Slovak: grécky; Slovene: gŕški; Spanish: griego; Swahili: Kigiriki; Swedish: grekisk; Tajik: юнонӣ; Thai: กรีซ, กรีก; Turkish: Yunan, Yunanca; Turkmen: grek; Ukrainian: грецький; Urdu: یونانی; Uyghur: گرېك, يۇنان; Uzbek: yunon, grek; Vietnamese: Hy Lạp; Welsh: Groegaidd; Yiddish: גריכיש
Hellenic
Bengali: হেলেনী; Bulgarian: древногръцки; Catalan: hel·lènic; Dutch: Oud-Grieks, Helleens; Esperanto: helena; Finnish: helleeninen; French: hellène; Georgian: ელინური, ბერძნული, ძველბერძნული; German: hellenisch; Greek: ελληνικός; Ancient Greek: Ἑλληνικός; Hebrew: הלני; Irish: Heilléanach, Gréagach; Persian: هلنی; Polish: helleński; Portuguese: helénico, helênico; Romanian: elen, elenic, elinesc; Russian: эллинский, греческий, древнегреческий; Spanish: helénico; Swedish: hellensk