εὐτακτέω

Revision as of 10:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

A to be orderly, behave well, Th.8.1, X.Mem.4.4.1, etc.; of soldiers, obey discipline, ib.3.5.21; εὐ. πρὸς ἀρχήν to be obedient towards... Plu.Cam.18; to be continent, Epict.Ench.29.2, D.L.4.42, AP5.39.7 (Nicarch.).
II Act., pay regularly, τοὺς φόρους PHib. 1.35.6 (iii B.C.), cf. POxy.1471.16 (i A.D.); τὰ ὀψώνια PSI4.350.2 (iii B.C.), etc.:—Pass., ὅπως οἱ μισθοὶ τοῖς παιδευταῖς εὐτακτέωνται SIG 672.10 (Delph., ii B.C.), cf. BGU1107.11.
III Pass., to be reduced to order, ὑπὸ τοῦ διανοητικοῦ ὡς ὑπό τινος ἰσότητος Nicom.Ar.1.23; εὐτακτουμένη ἀπόβασις, def. of εἱμαρμένη, Theol.Ar.60: c. acc. cogn., τὸν τοῦ νοῦ λόγον εὐτακτούμενος Iamb.VP15.66.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
litt. garder son rang, d'où
1 observer la discipline, être discipliné;
2 p. ext. remplir son devoir;
3 particul. observer la tempérance, être tempérant en parl. des plaisirs de l'amour.
Étymologie: εὔτακτος.

German (Pape)

gute Ordnung, Mannszucht halten, bes. von Soldaten, Thuc. 8.1; Xen. Cyr. 8.5.14, Mem. 4.4.1 und Sp., wie Plut., πρὸς ἀρχήν Cam. 18; Rufin. 2 (V.40); das pass. hat Iambl. v. P.

Russian (Dvoretsky)

εὐτακτέω:
1 соблюдать строгий порядок, быть дисциплинированным Thuc., Xen.: εὐ. πρὸς ἀρχήν Plut. повиноваться власти;
2 соблюдать меру, быть воздержным Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτακτέω: εἶμαι εὔτακτος, φέρομαι καλῶς, Θουκ. 8. 1, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4. 1, κτλ.· ἐπὶ στρατιωτῶν, ὑπακούω, πειθαρχῶ, αὐτόθι 3. 5. 21· εὐτ. πρὸς ἀρχήν, εἶμαι εὐπειθής, εἰς..., Πλουτ. Κάμιλλ. 18.

Greek Monotonic

εὐτακτέω: μέλ. -ήσω, είμαι μεθοδικός, τακτικός, συμπεριφέρομαι καλά, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για στρατιώτες, υπακούω, πειθαρχώ, στον ίδ.

Middle Liddell

εὐτακτέω, fut. -ήσω
to be orderly, behave well, Thuc., Xen., etc.: of soldiers, to obey discipline, Xen. [from εὔτακτος