προσπαρακαλέω
English (LSJ)
A call in besides, invite, τοὺς ξυμμάχους Th.1.67, cf. 2.68, 8.98, Luc.Pseudol.2.
2 exhort besides, τινὰς εἶναι ἑτοίμους Plb.3.64.11; Νίκωνα περὶ τῆς λογείας PTeb.58.54 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 776] (s. καλέω), noch dazu rufen, ermuntern, Thuc. 1, 67; med., 2, 68; Sp., wie Pol. 3, 64, 11, Luc. Pseudol. 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
appeler ou inviter en outre.
Étymologie: πρός, παρακαλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-παρακαλέω er nog bij roepen; Thuc.; ook nog uitnodigen. Luc.
Russian (Dvoretsky)
προσπαρακᾰλέω:
1 сверх того призывать (τοὺς ξυμμάχους Thuc.);
2 сверх того побуждать (τινα εἶνοι или ποιεῖν τι Polyb., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
προσπαρακαλέω: μέλλ. -έσω, προσκαλῶ προσέτι, τοὺς ξυμμάχους, κτλ., Θουκ. 1. 67., 2. 68., 8. 98. 2) παραγγέλλω προσέτι, τινα εἶναι ἑτοῖμον Πολύβ. 3. 64, 11, πρβλ. Λουκ. Ψευδολογ. 2.
Greek Monotonic
προσπαρακαλέω: μέλ. -έσω,
1. προκαλώ επιπλέον, προσκαλώ, σε Θουκ.
2. προτρέπω επιπλέον, παραγγέλω, τινὰ εἶναι ἑτοῖμον, σε Πολύβ.
Middle Liddell
fut. έσω
1. to call in besides, invite, Thuc.
2. to exhort besides, τινὰ εἶναι ἑτοῖμον Polyb.