συντηρέω
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
A keep or preserve closely, ἑαυτὸν ἀδωροδόκητον Aristeas 209; τὴν ψυχήν μου μὴ φαγεῖν LXX To.1.11; σ. [τὴν γνώμην] παρ' ἑαυτῇ keep it close, Plb.30.30.5, cf. LXX Si.39.2, Ev.Luc.2.19.
2 preserve, maintain, of grants or privileges, SIG705.48 (Delph., ii B.C.), al., BGU1074.2 (i A.D.):—Pass., IG12(5).860.44 (Tenos); ἀμφότεροι -οῦνται (sc. ὅ τε οἶνος καὶ οἱ ἀσκοί) Ev.Matt.9.17.
3 observe strictly, τὸ τῆς φύσεως τέλος Epicur.Fr.554; τὰ νόμιμα Aristeas 127; τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ LXX Si.2.15; τὴν εὐταξίαν Arch.Pap.3.134 (Thera, iii/ii B.C.); τήν τε φιλίαν καὶ τὴν συμμαχίαν Riv.Fil.60.60 (Cyrene, ii B.C.); σ. τὸ διάστημα keep distance, Ascl. Tact.12.11, Ael.Tact.42.1.
4 watch one's opportunity, συντηροῦντα παίειν Plu.Marc.12.
5 watch over, protect, τοῖς φυλακίταις (sc. συντάξαι) συντηρῆσαι τὰ.. γενήματα BGU1851.8 (i B.C.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 conserver;
2 observer, surveiller;
NT: garder à l'esprit.
Étymologie: σύν, τηρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-τηρέω bewaren, beschermen; ook overdr.. πάντα συνετήρει τὰ ῥήματα ταῦτα... ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς zij bewaarde al deze woorden in haar hart NT Luc. 2.19.
German (Pape)
mit, zugleich bewachen, bewahren, beobachten; τὰ δίκαια, Pol. 4.60.10; τὴν γνώμην παρ' ἑαυτῷ, bei sich behalten, 31.6.5; συντηροῦντα πόρρωθεν παίειν, zielend, Plut. Marcell. 12.
Russian (Dvoretsky)
συντηρέω:
1 сохранять, хранить (τὴν ζωὴν διὰ γενέσεως Arst.; τὰ ῥήματά τινος NT; τὴν ἑαυτοῦ γνώμην σ. παρ᾽ ἑαυτῷ Polyb.);
2 беречь, оберегать (τινα NT);
3 блюсти, соблюдать (τὰ δίκαια Polyb.);
4 выжидать удобный момент: συντηροῦντα παίειν τινά Plut. выждав удобный момент (т. е. прицелившись), поражать кого-л.
English (Strong)
from σύν and τηρέω; to keep closely together, i.e. (by implication) to conserve (from ruin); mentally, to remember (and obey): keep, observe, preserve.
English (Thayer)
συντήρω: imperfect 3rd person singular συνετήρει; present passive 3rd person plural συντηροῦνται; (from Aristotle, de plant. 1,1, p. 816a, 8 down);
a. to preserve (a thing from perishing or being lost): τί, passive (opposed to ἀπολλυσθαι), T WH omit; Tr brackets the clause); τινα, to guard one, keep him safe, from a plot, ἑαυτόν ἀναμάρτητον, to keep within oneself, keep in mind (a thing, lest it be forgotten (cf. σύν, II:4)): πάντα τά ῤήματα, τό ῤῆμα ἐν τῇ καρδία μου, Theod.; τήν γνώμην παῥ ἑαυτό, Polybius 31,6, 5; (absolutely, Sirach 39:2)).
Greek Monotonic
συντηρέω: μέλ. -ήσω,
1. διατηρώ ή διαφυλάσσω μαζί — Παθ., σε Καινή Διαθήκη
2. καιροφυλακτώ, περιμένω να αρπάξω την ευκαιρία, παραμονεύω, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συντηρέω: τηρῶ ἢ διαφυλάττω καλῶς, ἀσφαλῶς, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 1, 12· ἡ σύγκλητος οὐκ ἐξέφαινε τὴν ἑαυτῆς γνώμην ἀλλὰ συνετήρει παρ’ ἑαυτῇ Πολύβ. 31. 6, 5, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 19. 2) διαφυλάττω, διατηρῶ ὁμοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 3052. 21· ἀλλὰ βάλλουσιν οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινούς, καὶ ἀμφότεροι συντηροῦνται, διατηροῦνται, Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 17, κ. Λουκ. ε΄, 38. ― Παθητ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 44. 3) παρατηρῶ μετ’ ἀκριβείας, αὐτόθι 6819. 18 4) καιροφυλακῶ, περιμένω εὐκαιρίαν, συντηροῦντα παίειν Πλουτ. Μάρκελλ. 12.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to preserve together: Pass., NTest.
2. to watch one's opportunity, Plut.
Chinese
原文音譯:sunthršw 尋-帖雷哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:共同-保存 相當於: (חָיָה) (נְטַר)
字義溯源:共同嚴密保存,存,保護,保全,保存,保持;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=一同)與(τηρέω)=防守)組成,其中 (τηρέω)出自(τήρησις)X*=守望)
出現次數:總共(3);太(1);可(1);路(1)
譯字彙編:
1) 存(1) 路2:19;
2) 曾保護(1) 可6:20;
3) 都保全了(1) 太9:17