χατέω
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
Ep. Verb, used by Hom. only in pres.: later, impf.
A χατέεσκε Nonn. D. 4.56.
I c. inf., crave, need, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην, μάλα περ χατέουσιν ἑλέσθαι Od.13.280; δμῶες χατέουσιν ἀντία δεσποίνης φάσθαι 15.376: abs., χατέοντί περ ἔμπης Il.15.399, cf. 9.518; μάλα περ χατέουσα Od.2.249.
II c. gen., want, have need of, πάντες δὲ θεῶν χατέουσ' ἄνθρωποι 3.48; μάλα περ χατέοντες ἀρωγῆς Epic.Oxy.422, cf. AP5.301.20 (Agath.), 7.583 (Id.), etc.
III rarely c. acc. οἷά τε πολλὰ ἄνθρωποι χ. A.R.4.1557.
German (Pape)
[Seite 1340] nur praes. u. imperf., eigtl. den Mund aufthun (χαίνω, χάω), dah. verlangen, begehren, heftig wünschen; οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην, μάλα περ χατέουσιν ἑλέσθαι Od. 13, 280, wie δμῶες χατέουσιν ἀντία δεσποίνης φάσθαι 15, 376; absolut, wo der inf. aus dem Vorigen zu ergänzen ist, Il. 9, 518 Od. 2, 249; auch c. gen., bedürfen, nöthig haben, πάντες δὲ θεῶν χατέουσ' ἄνθρωποι Od. 3, 48, u. öfter bei sp. D., Λάϊδος οὐ χατέων Agath. 3 (V, 302).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et impf.
1 désirer vivement, avoir envie de, inf.;
2 avoir besoin de, gén..
Étymologie: DELG rac. *ghe- exprimant l'idée de « vide, manque », cf. χήρα, χώρα.
Russian (Dvoretsky)
χᾰτέω: (только praes.) хотеть, желать (ποιεῖν τι Hom.): χ. τινος Hom., Anth. нуждаться в ком-л.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰτέω: (ἴδε χήρα)· - Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. (πρβλ. χατίζω)· Ι. μετ’ ἀπαρ., ποθῶ, ἐπιθυμῶ θερμῶς, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην, μάλα περ χατέουσιν ἑλέσθαι Ὀδ. Ν. 280· δμῶες χατέουσιν ἀντία δεσποίνης φάσθαι Ο. 376· ὡσαύτως ἀπολ., χατέοντί περ ἔμπης Ἰλ. Ο. 399, πρβλ. Ι. 518· μάλα περ χατέουσα Ὀδ. Β. 249. ΙΙ. μετὰ γεν., ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, ἔχω ἀνάγκην τινός, πάντες δὲ θεῶν χατέουσ’ ἄνθρωποι Γ. 48, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 302, 20, 7. 583, κλπ. ΙΙΙ. σπανίως μετ’ αἰτ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1557.
English (Autenrieth)
(cf. χάσκω): have need of, desire, beg, demand.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) (σε χρήση μόνον ο ενεστ.)
1. (με απρμφ.) επιθυμώ διακαώς, ποθώ να κάνω κάτι
2. (με γεν. και σπαν. με αιτ.) έχω ανάγκη από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χᾰτέω ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ghē- η οποία εμφανίζει διπλή σημ.: «είμαι άδειος, λείπω, απουσιάζω» (πρβλ. χήρα, πιθ. χῶρος) και «αφήνω, φεύγω, πηγαίνω» (πρβλ. κιχάνω, χάζω) και έχει σχηματιστεί κατά τους ενεστώτες σε -τέω (πρβλ. ματέω, δατέομαι, πατέομαι)].
Greek Monotonic
χᾰτέω: μόνο σε ενεστ.·
I. με απαρ., επιθυμώ πολύ να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., χατέοντί περ ἔμπης, σε Ομήρ. Ιλ.· μάλα περ χατέουσα, σε Ομήρ. Οδ.
II. με γεν., επιθυμώ, έχω ανάγκη από, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
χᾰτέω, only in pres.]
I. c. inf. to crave, long to do a thing, Od.; absol., χατέοντί περ ἔμπης Il.; μάλα περ χατέουσα Od.
II. c. gen. to crave, have need of, Od.
Frisk Etymology German
χατέω: {khatéō}
Forms: χατίζω (nur Präs. bis auf Ipf. χατέεσκε Nonn. 4, 56)
Grammar: v.
Meaning: ermangeln, bedürfen, begehren (ep. poet. seit Il., -ίζω auch Hp.); χατεύει· χρῄζει (cod. χαρίζει), ἐπιθυμεῖ, χατεύουσα· χρῄζουσα, δεομένη H.
Derivative: Dazu, wohl als Rückbildung, χατίς (leg. χάτις?)· ἐπιθυμία, χρῆσις H. — Daneben der erstarrte Dativ χήτεϊ, χήτει aus Mangel, aus Sehnsucht (vorw. poet. seit Il., auch sp. Prosa) von χῆτος· ἔνδεια, στέρησις H., evtl. *χῆτις (vgl. Risch ̨̨ 16a und 31e γ, Schwyzer 505 A. 1), mit χητοσύνη Mangel, Verödung (AP9,408; Wyss -σύνη 71), χητεία (cod. χηρ- alph. unrichtig)· χρεία H., χητίζω = χατίζω (EM). Zu χατέω vgl. αἰτέω, ματέω, πατέομαι, δατέομαι u.a. (Schwyzer 705), daraus erweitert χατίζω (vgl. αἰτέω: -ίζω u.a.; schwerlich von *χάτις mit Risch ̨ 110 und Schwyzer 735). χατεύω (vgl. ματέω: -εύω u.a.). Zu χῆτος vgl. κῆτος, σκῦτος, ἔντος (Schwyzer 513); *χῆτις wie μῆτις.
Etymology: Ohne außergriech. Entsprechung. Entfernte Verwandte können in χήρα, χώρα vorliegen; s. dd. m. weiteren Anknüpfungen.
Page 2,1077-1078