χρεία
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
(written χρέα PCair.Zen.25.2,148 (iii B. C.)), Ion. χρείη Call. in PSI11.1216.43, ἡ: (χράομαι, κέχρημαι):—
A need, want, χρείας ὕπο A.Th.287; ἵν' ἕσταμεν χρείας considering in what great need we are, S.OT1443; χρείᾳ πολεμεῖν to war with necessity, Id.OC 191 (anap.): c. gen., want of... φαρμάκων χρείᾳ κατεσκέλλοντο A.Pr. 481; ἐν χρείᾳ τύχης Id.Th.506; ἐν χρείᾳ δορός in the need or stress of war, S.Aj.963; φορβῆς χρείᾳ Id.Ph.162 (anap.), cf. 1004: ἵππων ἡμῖν χρεία μὲν οὔτε τις πολλῶν οὔτε πολλή [ἐστιν] Pl.Lg.834b; ἦ μὴν ἔτ' ἐμοῦ χρείαν ἕξει will have need of my help, A.Pr.170 (anap.), cf. Call.l.c.; ἀφίκοντο εἰς χρείαν τῆς πόλεως came to feel the need of its assistance, Pl.Mx.244d; ἰατρῶν ἐν χρείαις ἐσόμεθα, ἐν χρείᾳ ἡγεμόνος εἶναι, Pl.R. 373d, 566e; ὅτου σε χ. ἔχει S.Ph.646; so τίς χ. σ' ἐμοῦ [ἔχει]; E.Hec.976, cf. χρεώ 1.2: χρείαν ἔχω, c. inf., Ev.Matt.3.14 (followed by (ίνα, Ev.Jo.2.25); signfs.1.1 and III in the same sentence, οὐχ οὕτως χ. ἔχομεν τῆς χ. παρὰ τῶν φίλων ὡς.. Epicur.Sent.Vat.34: prov., χρεία διδάσκει, κἂν βραδύς τις ᾖ, σοφόν = need makes a man clever, even if he is slow to learn, 'necessity is the mother of invention', E.Fr.715, cf.El.376, Men.263: pl., αἱ χρεῖαι τολμᾶν βιάζονται Antipho 3.2.1; αἱ τοῦ σώματος χ. X.Mem.3.12.5; πρώτη γε καὶ μεγίστη τῶν χ. ἡ τῆς τροφῆς παρασκευή Pl.R. 369d; αἱ ἀναγκαῖαι χ. D.23.148, cf. 45.67 (sg.); πολεμικαὶ χ. Arist. Pol.1328b11.
2 want, poverty, S.Ph.175 (lyr.), E.Hel.420, etc.; διὰ τὴν χ. καὶ τὴν πενίαν Ar.Pl.534 (anap.).
3 a request of necessity, opp. ἀξίωσις (a claim of merit), Th.1.37, cf. 33: generally, request, τὴν πρίν γε χ. ἠνύσασθ' ἐμοῦ πάρα A.Pr.700; κἀγὼ.. τοιάνδε σου χ. ἔχω make such a request of or to thee, Id.Ch.481.
II business, ὡς πρὸς τί χρείας; for what purpose? S.OT1174, cf. 1435; χρῆσθαί τινι χρείαν ἣν ἂν ἐθέλωσι Pl.Lg.868b; δοῦναι ἑαυτὸν εἰς τὴν χ. Plb.8.16.11.
b esp. military or naval service, ἡ πολεμικὴ χ. καὶ ἡ εἰρηνική the employments of war and of peace, Arist.Pol.1254b32; αἱ κατὰ θάλατταν [χ.], ἡ ἐν τῇ γῇ χ., Plb.6.52.1, 31.21.3; οἱ ἐπὶ τῶν χ. Aristeas 110, LXX 1 Ma.12.45; οἱ πρὸς ταῖς χ. Ju.12.10; οἱ ἐπὶ χρειῶν τεταγμένοι BGU543.1 (i B. C.); in military sense, action, engagement, αἱ κατὰ μέρος χ. Plb.1.84.7, al.
c generally, business, employment, function, Id.3.45.2, etc.; ἡ ἐγκεχειρισμένη χ. the duty assigned, PTeb.741.11 (ii B. C.); οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χ. ταύτης Act.Ap.6.3; χ. πολιτικαί Plu.Mar. 32, etc.
d a business, affair, matter, like χρέος, Plb.2.49.9, al.; τὴν ὑπὲρ τούτων χ. the study of these things, Epicur.Ep.1p.29U.
e χ. ἀναγκαία need of nature, D.S.4.33; τροφῆς χ. Ph.2.472.
III use,
1 as a property, use, advantage, service, χρείης εἵνεκα μηδεμιῆς Thgn.62; τῆς χ. τοῦ παιδὸς ἀποστερηθῆναι Antipho 3.3.4; ἡ χ. τῆς ῥητορικῆς Pl.Grg. 480a; πωλοῦντες τὴν τῆς ἰσχύος χ. Id.R.371e; χρείαν ἔχειν τοῖς ἀνθρώποις to be of service to mankind, Id.Smp.204c; τὰ οὐδὲν εἰς χρείαν things of no use or service, D. Prooem. 56.3; χρείαν ἔχει εἴς τι is of service towards... Sosip.1.41; for S.OT 725, v. ἐρευνάω 1: pl., χρεῖαι.. φίλων ἀνδρῶν services rendered by them, Pi.N.8.42; χρείας παρέχεσθαι render services, Decr. ap. D.18.84, IG22.654.15, cf. Plb.1.16.8 (sg.); ἵνα σοι τὰς χ. παρέσχωμαι (sic) PCair.Zen.498 (iii B. C.); μεγάλην παρεῖχε χ. τοῖς κοινοῖς πράγμασιν Plb.3.97.4; παρέχειν χ. to be serviceable, be useful, Aristo Stoic.1.79; ἑξήκοντα καὶ τριακόσια χρειῶν γένη παρέχον δένδρον Plu.2.724e; χ. ναυτικαί equipments, Ael.VH2.10.
2 as an action, using, use, κτῆσις καὶ χ. X.Mem.2.4.1, Pl.R. 451c; ἐν χρείᾳ εἶναι in use, Id.Phd.87c; κατὰ τὴν χ. for use, Id.R.330c; πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην χ. X.Mem.4.2.25; ἡ χ. τῶν λόγων the employment of words, Pl.Sph. 239d, cf. Plt.272d: pl., λάμπει γὰρ ἐν χρείαισιν ὥσπερ.. χαλκός is made bright by constant use, S.Fr.864.
IV of persons, familiarity, intimacy, τινος with one, Antipho 5.63: generally, any relation of business or intercourse, ἐν χρείᾳ τινὶ τῇ πρὸς ἀλλήλους Pl.R. 372a; ἡ πρὸς ἀλλήλους χ. Arist.Rh.1376b13; [Νικόμαχος] συνεβίω Ἀμυντᾳ.. ἰατροῦ καὶ φίλου χρείᾳ in the relationship, capacity, D.L.5.1.
V Rhet., pregnant sentence, maxim, freq. illustrated by an anecdote, Sen.Ep.33.7, Hermog.Prog.3, Aphthon,Prog.3, Theon Prog.5, etc.: pl., title of works by Zeno (D.L.6.91), Aristipp., etc.; by Macho, a collection of sayings of courtesans, Ath.13.577d; ἡ τοῦ Κλεομένους χ. Plu.2.218a; χρεῖαι καὶ ἱστορίαι ib.78f.
German (Pape)
[Seite 1370] ἡ, 1) das Gebrauchen, – a) als Handlung: Gebrauch, Anwendung, u. als Eigenschaft: Brauchbarkeit, dah. Nutzen, Vortheil, Genuß; zuerst bei Theogn. 62 u. Pind. N. 8, 42; τὸ εἴρειν λόγου χρεία ἐστί Plat. Crat. 408 a; καὶ κτῆσις γυναικῶν καὶ παίδων Rep. V, 451 c; ἱματίου ἐν χρείᾳ τε ὄντος καὶ φορουμένου, im Gebrauch sein, Phaed. 87 c; τίς ἡ μεγάλη χρεία ὲστὶ τῆς ῥητορικῆς, der große Nutzen, Gorg. 480 a; καὶ κτῆσις Xen. Mem. 2, 4,1; πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην χρείαν 4, 2,25; καρπῶν χρεῖαι Isocr. 4, 29; Dem. Lpt. 15. – b) Umgang, Verkehr, Gemeinschaft mit Menschen, Antipho 5, 63; auch im feindlichen Sinne, Treffen, Krieg, Pol. 2, 33, 5. 69, 4 u. oft; ἡ ἐμβατική, ἡ ἐν τῇ γῇ, 3, 95, 5. 32, 2,3. – c) übh. womit man sich beschäftigt, was man treibt, Gewerbe, Handel, Geschäft, Pol. oft u. Sp. – d) in der Rhetorik eine Chrie, eine Sentenz od. ein Gemeinplatz, ein bedeutender Ausspruch auf einen bestimmten Fall angewendet und nach bestimmten Regeln ausgeführt, Hermogen. progymn. u. a. Rhett. Wir besitzen noch solche Chrien von Hermogenes und Aphthonius. Vgl. auch D. L. 2, 85 Ath. XII, 577. – 2) das Bedürfen, Nöthighaben, Bedürfniß, Noth, Mangel; φαρμάκων χρείᾳ κατεσκέλλοντο Aesch. Prom. 479; ἐν χρείᾳ τύχης Spt. 488; Soph. Phil. 176. 992; διὰ τὴν χρείαν καὶ τὴν πενίαν ζητεῖν ὁπόθεν βίον ἕξει Ar. Plut. 534; dah. Verlangen, Sehnsucht wonach, ἦ μὴν ἔτ' ἐμοῦ χρείαν ἕξει μακάρων πρύτανις Aesch. Prom. 169; τοιάνδε σου χρείαν ἐχω Ch. 474; Wunsch, Prom. 702; θανόντ' ἂν οἰμώξειαν ἐν χρείᾳ δορός Soph. Ai. 942; Phil. 162 u. öfter; τίς χρεία σ' ἐμοῦ Eur. Hec. 976; εἰ ἐμοῦ χρείαν ἔχεις Med. 1319; Suppl. 127; die Nothwendigkeit, ἵν' ἂν μὴ χρείᾳ πολεμῶμεν Soph. O. C. 191; ἵν' ἕσταμεν χρείας O. R. 1443; αἱ χρεῖαι βιάζονται τολμᾶν Antipho 3 β 1; αἱ ἀναγκαῖαι χρεῖαι Dem. 23, 148; ἐν πάσαις ταῖς τοῦ σώματος χρείαις, in allen Verrichtungen, bei denen man des Leibes bedarf, Xen. Mem. 3, 12, 5; ποιήσει δὲ τὴν πόλιν ἡ ἡμετέρα χρεία Plat. Rep. II, 369 c; ἢ ῥαψῳδοῦ δοκεῖ σοι πολλὴ χρεία εἶναι τοῖς Ἕλλησιν lon 541 c; ὡς οὐδὲν ἔτι ποδῶν χρείας οὔσης Tim. 92 a; ἵν' ἐν χρείᾳ ἡγεμόνος ὁ δῆμος ᾖ Rep. VIII, 566 e, u. oft; περὶ τῶν οὐδὲν εἰς χρείαν ἀκούειν, von Dingen, an denen Nichts gelegen ist, Dem. prooem. 56.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. usage, emploi :
1 en gén. usage qu'on fait d'une chose : ὑπὸ τὴν χρείαν ὀνόματα PLUT mots usités ; χρεία τῶν ὀνομάτων PLUT emploi des mots ; le service, la fonction : χρείαι εἰρηνικαί PLUT service en temps de paix ; χρείαι πολιτικαί PLUT services publics ; τὴν χρείαν ἐπιτελεῖσθαι PLUT arriver au terme de sa fonction ; au plur. αἱ τοῦ σώματος χρεῖαι XÉN les emplois du corps, les fonctions pour lesquelles on se sert du corps;
2 manière de se servir de qqe chose ou d'en user avec qqn, le commerce habituel, les relations : πρὸς ἀλλήλους PLAT relations des hommes les uns avec les autres;
II. matière dont on fait usage, particul. :
1 objet dont on se sert : χρεῖαι ναυτικαί ÉL agrès d'un navire;
2 fig. matière à discussion, question ou sujet qu'on traite;
3 t. de rhét. sujet de développement, lieu commun ; maxime, sentence ; trait d'esprit, bon mot (chries);
III. profit qu'on retire de l'usage d'une chose, profit, avantage : χρείας παρέχεσθαί τινι DÉM, παρέχειν PLUT procurer des avantages ou rendre des services à qqn;
IV. besoin, nécessité :
1 en gén. διὰ χρείαν XÉN, ὑπὸ χρείας PLUT, χρείας ὕπο ESCHL par nécessité ; ἵν' ἕσταμεν χρείας SOPH (considérant) dans quel besoin nous sommes ; πρός τι χρείας ; SOPH pour quel besoin ? en vue de quoi ? χρείᾳ πολεμεῖν SOPH lutter contre la nécessité ; φορβῆς χρείᾳ SOPH par besoin de nourriture ; χρείαν ἔχειν τινός ESCHL avoir besoin de qqn ; αἱ περὶ τὸ σῶμα χρεῖαι PLUT les besoins du corps ; τῆς χρείας ἐπικειμένης PLUT ou ἐπιστάσης LUC le besoin s'imposant ; χρεία ἔχει μέ τινος SOPH j'ai besoin de qch ; ἐν χρείᾳ τινὸς γἱγνεσθαι PLUT ou εἶναι PLAT être dans la nécessité de qch ; avec un gén. de pers. : τοιάνδε σου χρείαν ἔχω ESCHL tel est le besoin que j'ai de toi, voilà le service que j'attends de toi, voilà ce que je désire de toi;
2 résultat du besoin, pauvreté, indigence.
Étymologie: χρέος.
Russian (Dvoretsky)
χρεία:
I ἡ χράομαι I]
1 (ис)пользование, употребление, применение: λόγου χ. Plat. и ἡ χ. τῶν ὀνομάτων Plut. словоупотребление; τὰ ὑπὸ τὴν χρείαν ὀνόματα Plut. общеупотребительные слова; λάμπει ἐν χρείασιν χαλκός Soph. от (постоянного) употребления медь блестит;
2 польза, выгода (τέχνη εὐδοκιμωτάτη πρὸς χρείαν Plat.): χρείας τινὶ παρέχεσθαι Dem. или παρέχειν Plut. оказывать услуги кому-л.;
3 занятие, дело: ἡ πολεμικὴ χ. καὶ ἡ εἰρηνική Arst. военная и гражданская (досл. мирная) служба; χρεῖαι πολιτικαί Plut. общественные дела, государственная служба; μεταστήσασθαί τινα ἀπὸ τῆς χρείας Polyb. отстранить кого-л. от дел;
4 функция (αἱ τοῦ σώματος χρεῖαι Xen.);
5 отношение, общение, обхождение (φίλων κτῆσις καὶ χ. Xen.): ἡ πρὸς ἀλλήλους χ. Plat., Arst. взаимоотношения; φίλου χρείᾳ Diog. L. в дружеских отношениях.
II ἡ χράω III]
1 предмет обсуждения, вопрос, тема: ἡ προκειμένη χ. Plut. предстоящий (данный, подлежащий обсуждению) вопрос;
2 изречение, (меткое) выражение (ἡ τοῦ Κλεομένους χ. Plut.): χρείας ἀναλέγεσθαι Plut. собирать изречения.
III ἡ χράω IV]
1 нужда, необходимость, надобность: κατὰ τὴν χρείαν Plat. в меру потребности; χ. τινὸς τινί ἐστιν Plat. у кого-л. есть надобность в чем-л.; τὰ πρὸς τὴν χρείαν Polyb., NT; (все) необходимое; ὑπὸ χρείας Plut. и χρείας ὕπο Aesch. неизбежно, неминуемо; πρὸς τί χρείας; Soph. для какой надобности?, для чего?; φορβῆς χρείᾳ Soph. для того, чтобы добыть пищу; χρείαν ἔχειν τινός Aesch. нуждаться в ком-л.; αἱ περὶ τὸν βίον χρεῖαι Plut. жизненные потребности; τῆς χρείας ἐπικειμένης Plut. или ἐπιστάσης Luc. ввиду настоятельной необходимости; χρείᾳ πολεμεῖν Soph. бороться против необходимости; εἰς χρείαν τινὸς ἀφικνεῖσθαι Plat. ощутить надобность в ком-л., т. е. обратиться за чьей-л. помощью; ἐν χρείᾳ τινὸς εἶναι или γίγνεσθαι Plat. иметь нужду в ком(чем)-л.; χ. διδάσκει, κἂν βραδύς τις ᾖ, σοφόν погов. Eur. нужда учит даже тяжелодума; τὰ οὐδὲν εἰς χρείαν Dem. бесполезные вещи;
2 нужда, недостаток, отсутствие, Soph., Xen.: διὰ τὴν χρείαν Plat. за неимением (чего-л.), но тж. Arph. вследствие нужды; χ. τείρει τινά Eur. нужда мучает кого-л.; χρείαν ἔχειν NT нуждаться.
Greek (Liddell-Scott)
χρεία: Ἰων. χρείη, ἡ· (χράομαι, χρέος) - χρῆσις, Λατιν. usus, καὶ τοῦτο, 1) χρῆσις, ὠφέλεια, κέρδος, χρησιμότης, χρείης εἵνεκα μηδεμιῆς Θέογνις 62· τῆς χρείας τοῦ παιδὸς ἀποστερηθῆναι Ἀντιφῶν 122. 44· ἡ χρ. τῆς ῥητορικῆς Πλάτ. Γοργ. 480Α· πωλοῦντες τὴν τῆς ἰσχύος χρείαν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 371Ε· χρείαν ἔχω τινί, εἶμαι ὠφέλιμος ἢ χρήσιμος εἴς τινα, ὁ αὐτ. Συμπ. 204C· τὰ οὐδὲν εἰς χρείαν, τὰ ἄχρηστα, ἀνωφελῆ πράγματα, Δημ. 1462. 16· χρείαν ἔχει εἴς τι, εἶναι ὠφέλιμον εἴς τι, Σωσίπατρος ἐν «Καταψευδομένῳ» 1. 41· - περὶ τοῦ Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 725, ἴδε ἐν λ. ἐρευνάω Ι·- πληθ., χρεῖαι ... φίλων ἀνδρῶν, αἱ ὑπ’ αὐτῶν γενόμεναι ὑπηρεσίαι, ἡ ὠφέλεια αὐτῶν, Πινδ. Ν. 8. 71· χρείας ἢ χρείαν τινὶ παρέχεσθαι παρὰ Δημ. 253. 15, καὶ συχν. παρὰ Πολυβ., κτλ.· ἑξήκοντα καὶ τριακόσια χρειῶν γένη παρέχον δένδρον Πλούτ. 2. 724Ε· χρεῖαι ναυτικαὶ, ἐξοπλισμοί, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 10. 2) ὡς ἐνέργεια, χρῆσις, μεταχείρισις, κτῆσις καὶ χρ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 1, Πλάτ. Πολ. 451C· ἐν χρείᾳ εἶναι, ἐν χρήσει, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 87C· κατὰ τὴν χρείαν, τὴν χρῆσιν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 330C· πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην χρ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 25· λόγου χρεία, τρόπος τοῦ μεταχειρίζεσθαι τὸν λόγον, Πλάτ. Κρατ. 408Α· πρβλ. Σοφιστ. 239D·- πληθ., λάμπει γὰρ ἐν χρείαισιν ὥσπερ ... χαλκός, γίνεται λαμπρὸς ἐκ τῆς συνεχοῦς χρήσεως, Σοφ. Ἀποσπ. 742.
3) ἐπὶ προσώπων, οἰκειότης, στενὴ φιλία, τινός, μετά τινος, Ἀντιφῶν 136. 40· καθόλου, πᾶσα σχέσις συναλλαγῆς, ἐν χρείᾳ τινὶ πρὸς ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 372Α· ἡ πρὸς ἀλλήλους χρ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 22. 4) ἐν τῇ ῥητορικῇ, ῥητὸν ἢ ἄξίωμα ἢ παράγγελμα ἢ ἀπόφθεγμα λαμβανόμενον ἔκ τινος ἄλλου συγγραφέως καὶ ἀναπτυσσόμενον κατά τινας κανόνας· τοιαῦται χρεῖαι σώζονται ἐκ τοῦ Ἑρμογένους καὶ τοῦ Ἀφθονίου· Μάχων δὲ ὁ κωμικὸς ποιητὴς καὶ γραμματικὸς ἔκαμεν ὁμοίαν συλλογὴν τῶν ἀποφθεγμάτων τῶν Ἑλληνίδων ἑταιρῶν, ὧν πολλὰ διέσωσεν ἡμῖν ὁ Ἀθήναιος· πρβλ. σ. 577D, Διογ. Λαέρτ. 2. 78F, 218Α. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. opus, ἀνάγκη, ἔλλειψις, χρείας ὕπο Αἰσχύλ. Θήβ. 286· ἵν’ ἕσταμεν χρείας, εἰς τὸν βαθμὸν τῆς ἀνάγκης εἰς ἣν εὑρισκόμεθα, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1443· καὶ μὴ χρείᾳ πολεμῶμεν, καὶ μὴ πολεμῶμεν κατὰ τῆς ἀνάγκης, ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 191·πρβλ. ὑποσπανίζομαι·- καὶ μετὰ γεν., ἀνάγκη, ἔλλειψις, φαρμάκων χρείᾳ κατεσκέλλοντο Αἰσχύλ. Πρ. 481· χρείαν ἔχειν τινὸς αὐτόθι 169· ἐν χρείᾳ τύχης ὁ αὐτὸς ἐπὶ Θήβ. 506· ἐν χρείᾳ δορός, ἐν τῇ ἀνάγκῃ ἢ τῇ στενοχωρίᾳ πολέμου, Σοφ. Αἴ. 963· φορβῆς χρείᾳ ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 162, πρβλ. 1004· οὕτω χρεία ἐστὶ [γίγνεταί] μοί τινος, Λατ. opus est mihi aliqua re, Πλάτ., πρβλ. Νόμ. 834Β ἦ μὴν ἔτι μου χρείαν ἕξει, θὰ ἔχῃ ἀνάγκην τῆς βοηθείας μου, Αἰσχύλ. Πρ. 169· ἐς χρείαν τῆς πόλεως ἀφίκοντο, ἦλθον εἰς κατάστασιν νὰ αἰσθανθῶσι τὴν ἀνάγκην τῆς βοηθείας αὐτῆς, Πλάτ. Μενέξ. 244D· ἐν χρείᾳ εἶναι ἢ γίγνεσθαί τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 566Ε, κ. ἀλλ.· χρ. ἔχει μέ τινος Σοφ. Φιλ. 648, Εὐρ. Μήδ. 1319· οὕτω δέ, τίς χρ. σ’ ἐμοῦ [ἔχει]; ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 976· πρβλ. χρεὼ Ι. 4· χρείαν ἔχω, μετ’ ἀπαρ., Εὐαγγ. κ. Ματθ. γ΄, 14· - παροιμ., χρ. διδάσκει, κἂν βραδύς τις ἦ, σοφόν, ὡς τὸ ἡ πενία τέχνας κατεργάζεται, Εὐρ. Ἀποσπ. 708, πρβλ. Ἠλ. 376 καὶ Μένανδρον ἐν «Καρχηδονίῳ» 6· - αἱ τοῦ σώματος χρ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 12, 5· πρώτη γε καὶ μεγίστη τῶν χρ. ἡ τῆς τροφῆς παρασκευὴ Πλάτ. Πολ. 369D, πρβλ. 373D· αἱ ἀναγκαῖαι χρ. Δημ. 668, τέλ., πρβλ. 1122. 1· αἱ πολεμικαὶ χρ. Ἀριστ. Προβλ. 6. 8, 14.2) τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀνάγκης, ἔνδεια, Σοφ. Φιλ. 175, Εὐρ. Ἑλ. 420, κλπ.· διὰ τὴν χρ. καὶ τὴν πενίαν Ἀριστοφ. Πλ. 534.
3) ἀπαίτησις ἀνάγκης, ἀντίθετον τῷ ἀξίωσις (ἀπαίτησις δικαιώματος ἢ ἀξίας), Θουκ. 1. 37, πρβλ. 33· καθόλου, αἴτησις, παράκλησις, τὴν πρίν γε χρείαν ἠνύσασθ’ ἐμοῦ πάρα Αἰσχύλ. Πρ. 700· κἀγὼ .. τοιάνδε σου χρείαν ἔχω, τοιαύτην αἴτησιν σοὶ παρουσιάζω, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 481. 4) ἀναγκαία ἢ ἰδιαιτέρα τις ἀσχολία, ἀπαίτησις, ὡς πρὸς τί χρείας; πρὸς τίνα σκοπόν; Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1174, πρβλ. 1755· χρῆσθαί τινι χρείαν ἣν ἂν ἐθέλωσι Πλάτ. Νόμ. 868Β· δοῦναι ἑαυτὸν εἰς τὴν χρ. Πολύβ. 8. 18, 11· - μάλιστα, στρατιωτικὴ ἢ ναυτικὴ ὑπηρεσία, ἡ πολεμικὴ χρ. καὶ ἡ εἰρηνική, αἱ ἀπαιτήσεις τοῦ πολέμου καὶ τῆς εἰρήνης, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 6, 10· ἡ κατὰ θάλατταν χρ., ἡ ἐν τῇ γῇ χρ. Πολύβ. 6. 52, 1., 32. 2, 3· ἐντεῦθεν ἐπὶ συμπλοκῶν, μάχης, αἱ κατὰ μέρος χρεῖαι ὁ αὐτ. 1. 84, 7, κτλ.· καθόλου, πᾶσα ἐργασία, ἐνέργεια, ἀσχολία ὁ αὐτ. 3. 45, 2, κλπ.· χρ. πολιτικαὶ Πλουτ. Μάρκ. 32, κλπ.· - ὑπόθεσις, ἐργασία, ἀντικείμενον ἐνεργείας, ἔργον, ὡς τὸ χρέος, Πολύβ. 2. 49, κ. ἀλλ., Καιν. Διαθ. 5) ἡ φυσικὴ ἀνάγκη, ὡς ἐπί τινα χρ. ἀναγκαίαν Διόδ. 4. 33, εἰσῆλθον εἰς θάκους ὡς διὰ χρείαν τῆς γαστρὸς Ἀθαν. ἐν Ἐπιστολῇ πρὸς Θεραπ. (Ι. 581, 688C), Ἐπιφάν. ΙΙ. 103D, κλπ.· οὕτω παρὰ Βυζ., παρ’ οἷς (ὡς καὶ νῦν) σημαίνει καὶ τὸ μέρος τὸ πρὸς ἐκπλήρωσιν τῆς φυσικῆς ἀνάγκης χρήσιμον, ἀφοδευτήριον, ἀπόπατος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «θακεύουσι· κάθηνται εἰς τὰς χρείας»· - εὗρον αὐτὴν τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ εἰς τὸν σωλῆνα τῶν χρειῶν Ἰω. Μόσχ. ἐν Λειμωναρίῳ 43, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 699, 13.
English (Slater)
χρεία need χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν (N. 8.42)
English (Strong)
from the base of χράομαι or χρή; employment, i.e. an affair; also (by implication) occasion, demand, requirement or destitution: business, lack, necessary(-ity), need(-ful), use, want.
English (Thayer)
χρείας, ἡ (χρή), from Aeschylus and Sophocles down;
1. necessity, need: τά πρός τήν χρείαν (L T Tr WH πρός τάς χρείας (cf. below)), such things as suited the exigency, such things as we needed for sustenance and the journey, εἰς τάς ἀναγκαίας χρείας (A. V. for necessary uses), i. e. to supply what is absolutely necessary for life (cf. Babrius fab. 136,9); others understand the 'wants' here as comprising those of charity or of worship), πρός οἰκοδομήν τῆς χρείας, for the edification of souls, of which there is now special need, R. V. and marginal reading); ἐστι χρεία, there is need, followed by an accusative with infinitive ἐστι χρεία τίνος, there is need of something, WH marginal reading)); ἔχω χρείαν τίνος, to have need of (be in want of) something (often in the Greek writings from Aeschylus down, cf. Passow, under the word, 1; (Liddell and Scott, under the word, II:1)), R G (see below); τοῦ with an infinitive Winer's Grammar, § 44,4a.; cf. τίς, 2b., p. 626a bottom); the genitive of the thing is evident from the context, ἔχω χρείαν, followed by an infinitive (cf. Buttmann, § 140,3), I, etc. have need to etc., Winer's Grammar, 339 (318); Buttmann, § 140,3)); followed by ἵνα (see ἵνα, II:2c. (Buttmann, § 139,46; cf. Epictetus diss. 1,17, 18)), χρείαν ἔχω, absolutely, to have need: οὐδέν χρείαν ἐηξω, to have need as to nothing (cf. Buttmann, § 131,10), L T Tr WH. ἡ χρεία with a genitive of the subjunctive the condition of one deprived of those things which he is scarcely able to do without, want, need: λειτουργός τῆς χρείας μου (see λειτουργός, 2at the end), πληροῦν τήν χρείαν τίνος (Thucydides 1. 70), εἰς (Lachmann brackets εἰς) τήν χρείαν μοι ἐπέμψατε, unto (i. e. to relieve, cf. εἰς, B. II:3c. γ., p. 185b top) my need, one's necessities: ταῖς χρείαις ... ὑπηρέτησαν, to provide for one's necessities, κοινωνεῖν ταῖς χρείαις (cf. p. 352{a} top), duty, business (so especially from Polybius down (cf. Acts 6:3.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και χρειά Ν, και ιων. τ. χρείη και αιολ. τ. χρήα και χρέα και κρητ. τ. χρηΐα Α
1. ανάγκη, επιτακτικός λόγος (α. «αν η χρεία το καλέσει» — αν παραστεί ανάγκη
β. «καὶ μὴ χρείᾳ πολεμῶμεν», Σοφ.)
2. στέρηση, έλλειψη, ένδεια, φτώχεια (α. «δεν είν' εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία τές κουρταλή» — δύσκολα βρίσκει κανείς συμπαράσταση, όταν αντιμετωπίζει μεγάλη ανέχεια, Σολωμ.
β. «διὰ τὴν χρείαν καὶ τὴν πενίαν», Αριστοφ.)
3. φυσική ανάγκη, αποπάτηση
4. αποχωρητήριο
νεοελλ.
1. (οικον.) η ανάγκη απόκτησης αγαθών και υπηρεσιών για κατανάλωση
2. φρ. «η χρεία χαλνά [ή πατάει] τον νόμο» — η τήρηση του νόμου υποχωρεί ενώπιον ανωτέρας βίας
αρχ.
1. ωφέλεια, χρησιμότητα
2. χρήση, μεταχείριση
3. απαίτηση δικαιώματος ή αξίας
4. αίτηση, παράκληση («τὴν πρίν γε χρείαν ἠνύσασθ' ἐμοῦ πάρα», Αισχύλ.)
5. έργο
6. στρατιωτική ή ναυτική υπηρεσία
7. πολεμική συμπλοκή
8. κάθε εργασία, ενέργεια ή ασχολία («ἐπὶ τὴν αὐτὴν χρείαν ἐξαπεσταλμένοις ὑπὸ τοῦ Ποπλίου», Πολ.)
9. (ειδικότερα) αντικείμενο εργασίας
10. κάθε σχέση συναλλαγής μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων
11. (σχετικά με πρόσ.) στενή φιλία, οικειότητα
12. (ρητ.) ρητό, απόφθεγμα που παραθέτει κανείς από έναν συγγραφέα αναπτύσσοντάς το σύμφωνα με ορισμένους κανόνες («πρὸς τοὺς διασύροντας προσεφέρετο τὰς Ἀριστίππου χρείας», Διογ. Λαέρ.)
13. στον πληθ. Χρεῖαι
α) τίτλος έργου του Ζήνωνος
β) τίτλος συλλογής σύντομων ιαμβικών ποιημάτων του Μάχωνος
14. φρ. α) «χρείαν ἔχω τινί» — είμαι ωφέλιμος, χρήσιμος σε κάποιον (Πλάτ.)
β) «χρείας [ή χρείαν] παρέχομαι τινι» — ωφελώ κάποιον (Δημοσθ.)
γ) «τὰ οὐδὲν εἰς χρείαν» — τα άχρηστα πράγματα (Δημοσθ.)
δ) «ἐν χρείᾳ εἰμί» — χρησιμοποιούμαι (Πλάτ.)
ε) «κατὰ τὴν χρείαν» — κατά τη χρήση (Πλάτ.)
στ) «λόγου χρεία» — ο τρόπος χρήσης τών λέξεων (Πλάτ.)
ζ) «χρεία ἐστί [ή χρεία γίγνεταί μοι] τινος» — μού λείπει κάποιος ή κάτι ή έχω την ανάγκη κάποιου (Πλάτ.)
η) «εἰς χρείαν τινὸς ἀφικνοῦμαι» — αισθάνομαι την ανάγκη της βοήθειας κάποιου (Πλάτ.)
θ) «χρείαν ἔχω» — χρειάζομαι (κάτι) (ΚΔ)
ι) «χρεῖαι ναυτικαί» — οι εξοπλισμοί (Αιλ.)
ια) «χρεία ἀναγκαία» — η φυσική ανάγκη, η αποπάτηση (Διόδ.)
15. παροιμ. «χρεία διδάσκει, κἂν βραδύς τις ᾖ, σοφόν» — δηλώνει ότι οι στερήσεις και οι δυσχερείς περιστάσεις συχνά αποτελούν το κίνητρο επινόησης από τον άνθρωπο ποικίλων μέσων προσπορισμού τών αναγκαίων πόρων για την επιβίωσή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. χρή «πρέπει, χρειάζεται», με κατάλ. -ια, μέσω ενός τ. χρη-ΐα, ο οποίος μαρτυρείται μόνο στον Ησύχ. (πρβλ. χρηΐα
πενία), με βράχυνση του -η- προ φωνήεντος (πρβλ. ἱερήϊον > ἱερέϊον > ἱερεῖον). Η λ. χρεία εμφανίζει ποικιλία σημ.: «χρήση, μεταχείριση», «χρησιμότητα», «ανάγκη, έλλειψη» (από όπου και η σημ. «φτώχεια, ένδεια»), «απασχόληση, έργο, κυρίως στρατιωτική υπηρεσία» (από τη γενική σημ. «εκτελώ, πράττω») και, με εξασθένιση της σημ. αυτής,«πράξη, υπόθεση», «συναλλαγή, συναναστροφή» (για τις σημ. αυτές βλ. λ. χρή), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και με πιο συγκεκριμένες σημ., όπως λ.χ. στη ρητορική].
Greek Monotonic
χρεία: Ιων. χρείη, ἡ (χράομαι, χρέος)·
I. 1. χρήση, ωφέλεια, υπηρεσία, σε Θέογν., Πλάτ.· τὰ οὐδὲν εἰς χρείαν, πράγματα άχρηστα και ανώφελα, σε Δημ.· χρείαν ἐρευνᾶν, βλ. ἐρευνάω I· πληθ., υπηρεσίες, σε Πίνδ., Δημ.
2. ως ενέργεια, χρήση, μεταχείριση, κτῆσις καὶ χρεία, κατοχή και χρήση, σε Ξεν., Πλάτ.· πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην χρείαν, σε Ξεν.
3. λέγεται για πρόσωπα, οικειότητα, στενή φιλία, συνεύρεση, πρός τινα, με κάποιον, σε Πλάτ.
II. 1. όπως Λατ. opus, ανάγκη, έλλειψη, χρεία, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἵν' ἕσταμεν χρείας, υπολογίζοντας την κατάσταση ανάγκης στην οποία βρισκόμαστε, σε Σοφ.· χρείᾳπολεμεῖν, πολεμώ εξ ανάγκης, στον ίδ.· με γεν., ανάγκη ή έλλειψη από κάποιο πράγμα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν χρείᾳ δορός, στην ανάγκη ή στην πίεση του πολέμου, σε Σοφ.· χρείαἐστί (γίγνεταί) μοί τινος, Λατ. opus est mihi aliqua re, σε Πλάτ.· ἔτι μου χρείαν ἕξει, θα έχει ανάγκη από τη βοήθειά μου, σε Αισχύλ.· ἐν χρείᾳ εἶναι ή γίγνεσθαί τινος, σε Πλάτ.· πληθ., αἱ τοῦ σώματος χρεῖαι, σε Ξεν.· οἱ ἀναγκαῖαι χρεῖαι, σε Δημ.
2. το αποτέλεσμα της ανάγκης, φτώχεια, ανέχεια, σε Σοφ., Ευρ.
3. απαίτηση ανάγκης, αντίθ. προς το ἀξίωσις (απαίτηση δικαιώματος), σε Θουκ.· γενικά, αίτηση, σε Αισχύλ.
4. αναγκαία ασχολία, ανάγκη, απαίτηση, ὡς πρὸς τί χρείας; για ποιο λόγο; σε Σοφ.· ἡ πολεμικὴ χρεία καὶ ἡ εἰρηνική, οι ανάγκες για τον πόλεμο και για την ειρήνη, σε Αριστ.
5. γενικά, φυσική ανάγκη, ασχολία, σε Πολύβ., Κ.Δ.
Middle Liddell
χρεία, Ionic χρείη, ἡ, χράομαι, χρέος
I. use, advantage, service, Theogn., Plat.; τὰ οὐδὲν εἰς χρείαν things of no use or service, Dem.; χρείαν ἐρευνᾶν, v. ἐρευνάω 1: —pl. services, Pind., Dem.
2. as an action, using, use, κτῆσις καὶ χρ. having and using, Xen., Plat.; πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην χρ. Xen.
3. of persons, familiarity, intimacy, intercourse, πρός τινα with one, Plat.
II. like Lat. opus, need, want, necessity, Aesch., etc.; ἵν' ἕσταμεν χρείας considering in what great need we are, Soph.; χρείᾳ πολεμεῖν to war with necessity, Soph.:—c. gen. want or lack of a thing, Aesch., etc.; ἐν χρείᾳ δορός in the need or stress of war, Soph.; χρεία ἐστί [γίγνεταί] μοι τινός, Lat. opus est mihi aliqua re, Plat.; ἔτι μου χρείαν ἕξει will have need of my help, Aesch.; ἐν χρείᾳ εἶναί or γίγνεσθαί τινος Plat.; pl., αἱ τοῦ σώματος χρ. Xen.; αἱ ἀναγκαῖαι χρ. Dem.
2. the result of need, want, poverty, Soph., Eur.
3. a request of necessity, opp. to ἀξίωσις (a claim of merit), Thuc.: generally, a request, Aesch.
4. a needful business, a need, requirement, ὡς πρὸς τί χρείας; for what purpose? Soph.; ἡ πολεμικὴ χρ. καὶ ἡ εἰρηνική the requirements of war and of peace, Arist.
5. generally, a business, employment, Polyb., NTest.
Frisk Etymology German
χρεία: χρέος usw.
{khreía}
See also: s. χρή.
Page 2,1116
Chinese
原文音譯:cre⋯a 赫雷阿
詞類次數:名詞(49)
原文字根:用 相當於: (צֹרֶךְ)
字義溯源:使用,需用,需要,需,必須,缺乏,義務,事務,工作,用,用處,當,得;源自(χράομαι)*=對待,供應),或源自(χρή)=當用)
同源字:1) (χρεία)使用 2) (χρή)當用 3) (χρῄζω)需用
出現次數:總共(49);太(6);可(4);路(7);約(4);徒(5);羅(1);林前(3);弗(2);腓(3);帖前(4);多(1);來(4);約壹(2);啓(3)
譯字彙編:
1) 需要(13) 太26:65; 可2:25; 可14:63; 路9:11; 約13:10; 林前12:21; 林前12:21; 林前12:24; 弗4:28; 弗4:29; 腓2:25; 帖前5:1; 約壹3:17;
2) 用(10) 太9:12; 太14:16; 可2:17; 路5:31; 路15:7; 路19:31; 路19:34; 路22:71; 約2:25; 徒2:45;
3) 需(7) 約16:30; 帖前1:8; 帖前4:9; 來7:11; 約壹2:27; 啓21:23; 啓22:5;
4) 需用(4) 太21:3; 徒20:34; 腓4:16; 腓4:19;
5) 必須(2) 來5:12; 來10:36;
6) 缺乏(2) 羅12:13; 帖前4:12;
7) 需用的(2) 太6:8; 徒28:10;
8) 用處(1) 多3:14;
9) 所需(1) 啓3:17;
10) 得(1) 來5:12;
11) 所需要(1) 約13:29;
12) 使用(1) 可11:3;
13) 所需要的(1) 路10:42;
14) 當(1) 太3:14;
15) 所需用的(1) 徒4:35;
16) 事務(1) 徒6:3
English (Woodhouse)
acquaintance, advantage, appeal to, duty, employment, entreaty, friendship, function, intimacy, need, relation, request, use, indulgence in, usance, use of, way of using
Mantoulidis Etymological
(=χρήση, ἀνάγκη). Ἀπό τό χράομαι ἤ χρήομαι = χρῶμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
poverty
Albanian: varfëri; Arabic: فَقْر; Egyptian Arabic: فقر; Armenian: աղքատություն; Asturian: probeza; Azerbaijani: yoxsulluq, kasıblıq, səfalət; Bashkir: ярлылыҡ, фәҡирлек; Belarusian: бедната, беднасць, убоства, галеча, галота, нэ́ндза, бяднота, бядота; Bengali: দারিদ্র্য; Bulgarian: бедност, нищета, мизерия, немотия, сиромашия; Burmese: ဆင်းရဲခြင်း; Catalan: pobresa; Chinese Cantonese: 貧窮, 贫穷; Mandarin: 貧窮, 贫穷, 貧困, 贫困; Classical Nahuatl: icnōpillōtl, icnōtlācayōtl, icnōyōtl; Corsican: puvertà, puvartà; Czech: chudoba; Danish: fattigdom, armod; Dutch: armoede; Esperanto: malriĉeco; Estonian: vaesus; Finnish: köyhyys, puute; French: pauvreté; Friulian: puaretât; Galician: pobreza; Georgian: სიღარიბე, სიდუხჭირე, სიღატაკე; German: Armut; Gothic: 𐌿𐌽𐌻𐌴𐌳𐌹; Greek: φτώχια, αδεκαρία; Ancient Greek: ἀκληρία, ἀκτημοσύνη, ἀπορία, ἀπορίη, ἀσθένεια, ἀσθένεια βίου, ἀχρημοσύνη, ἔνδεια, λυπρότης, μετριοσύνη, πενία, πενίη, πενιχρότης, πτωχεία, πτωχηΐη, πτωχότης, χέρνα, χέρνη, χρεία, χρείη, χρημοσύνη, χρησμοσύνη; Gujarati: ગરીબાઈ, દળદર; Hebrew: עוני \ עֹנִי \ עֳנִי, דַּלּוּת; Hindi: ग़रीबी; Hungarian: szegénység, nyomorúság, nincstelenség; Hunsrik: Aarmut; Icelandic: fátækt; Ido: povreso; Indonesian: kemiskinan; Interlingua: povressa; Irish: bochtaineacht; Italian: povertà; Japanese: 貧乏, 貧困; Kannada: ಬಡತನ; Kazakh: кедейлік, жарлылық; Khmer: ភាពក្រ; Korean: 가난, 빈곤(貧困); Kurdish Central Kurdish: ھەژاری; Northern Kurdish: xizanî, hejarî, feqîrî; Kyrgyz: кедейлик, жакырчылык; Ladino: provedad; Lao: ຄວາມທຸກຍາກ; Latin: paupertas, pauperies; Latvian: nabadzība; Lithuanian: skurdas; Macedonian: сиромаштија; Malay: kemiskinan; Malayalam: ദാരിദ്ര്യം; Maltese: faqar; Maore Comorian: usikini; Maori: pōharatanga, tuakokatanga, hāhoretanga, hahoretanga; Mongolian Cyrillic: ядуурал; Mongolian: ᠶᠠᠳᠠᠭᠤᠷᠠᠯ; Navajo: téʼéʼį́; Ndzwani Comorian: shizaya; Ngazidja Comorian: umasikini; Norman: pouôrreté; Norwegian: armod; Bokmål: fattigdom; Nynorsk: fattigdom; Occitan: pauretat; Old English: iermþu; Oromo: hiyyummaa; Pashto: فقيري, فقر; Persian: فقر; Plautdietsch: Oamoot; Polish: bieda, ubóstwo, niedostatek; Portuguese: pobreza; Quechua: muchuy, usuy; Romanian: sărăcie, mizerie, paupertate; Russian: бедность, нищета, нужда, беднота; Scots: puirtith; Scottish Gaelic: bochdainn, truaighe; Serbo-Croatian Cyrillic: сиромаштво, неимаштина; Roman: siromáštvo, neimáština; Sicilian: puvirtà, puvirtati; Sinhalese: දිළිඳුබව; Slovak: chudoba, bieda; Slovene: revščina; Sorbian Lower Sorbian: chudoba; Upper Sorbian: chudoba; Spanish: pobreza, pauperismo; Swahili: ufukara, umaskini; Swedish: fattigdom; Tagalog: karukhaan; Tajik: фақр, факирӣ, камбағалӣ; Tamil: வறுமை; Tatar: ярлылык, фәкыйрьлек; Telugu: పేదరికం, బీదరికం; Thai: ความจน, ความยากจน; Turkish: fakirlik, yoksulluk; Turkmen: garyplyk; Ukrainian: біднота, бі́дність, мізерність, убозтво; Urdu: غریبی, فقر; Uyghur: نامراتلىق, يوقسۇللۇق; Uzbek: kambagʻallik, faqirlik, qashshoqlik; Vietnamese: sự nghèo nàn; Yiddish: דלות, אָרעמקייט
need
Afrikaans: need sg; Albanian: nevojë; Arabic: حَاجَة, ضَرُورَة, اِحْتِيَاج; Armenian: կարիք, անհրաժեշտություն; Azerbaijani: ehtiyac, zərurət; Bashkir: ихтыяж, кәрәклек; Basque: behar; Belarusian: патрэба, нужа; Bengali: দরকার, প্রয়োজন; Bulgarian: нужда, потребност, необходимост; Catalan: necessitat; Chinese Mandarin: 需求; Czech: potřeba; Danish: behov; Dutch: behoefte; Esperanto: bezono; Faroese: tørvur, tarvur, trongd; Finnish: tarve, syy; French: besoin, nécessité; Friulian: bisugne, necessitât; Galician: necesidade; German: Notwendigkeit, Bedarf, Bedürfnis; Gothic: 𐌸𐌰𐍂𐌱𐌰, 𐌽𐌰𐌿𐌸𐍃; Ancient Greek: χρεία; Haitian Creole: bezwen; Hebrew: צורך \ צֹרֶךְ; Hindi: ज़रूरत; Hungarian: szükség; Ido: bezono; Interlingua: necessitate, besonio; Irish: gá, riachtanas; Istriot: bazuogno; Italian: bisogno, necessità, requisito, esigenza; Japanese: 必要; Korean: 필요; Latin: necessitudo, necessitas, opus; Latvian: vajadzība; Ligurian: bezéugno; Lombard: bisogn; Macedonian: потреба, нужда, зорт; Magahi: 𑂏𑂩𑂔, 𑂔𑂩𑂳𑂃𑂞; Malay: keperluan; Malayalam: ആവശ്യം, വേണം; Maltese: bżonn; Ngazidja Comorian: hadja; Norman: bésouogn; Occitan: besonh; Old Church Slavonic Cyrillic: ноужда; Old East Slavic: нужа; Old English: þarf; Old French: besoing; Old Saxon: tharf; Persian: نیاز, ضرورت, احتیاج; Plautdietsch: Muss, Bederfniss; Polish: potrzeba; Portuguese: necessidade; Romanian: necesitate, cerință, nevoie; Romansch: basegn; Russian: нужда, потребность, необходимость, потреба; Scottish Gaelic: feum; Serbo-Croatian Cyrillic: потреба, нужда; Roman: potreba, nužda; Sicilian: bisognu; Slovak: potreba; Spanish: necesidad, necesidades; Swahili: uhitaji, haja; Swedish: behov; Tagalog: pangangailangan; Tajik: ниёз, зарурат, талабот; Tamil: தேவை; Telugu: అవసరము; Turkish: gereksinim, ihtiyaç, eksik, gereklilik; Ukrainian: нужда, потреба, необхі́дність, нужа; Urdu: ضرورت; Uyghur: ئېھتىياج, لازىملىق, كېرەكلىك, زۆرۈرىيەت, ھاجەت; Uzbek: ehtiyoj, lozimlik; Venetian: bixogno; Vietnamese: nhu cầu; Yiddish: באַדאַרף
request
Afrikaans: aanvraag; Arabic: طَلَب, مَسْأَلَة, ضَرَاعَة; Armenian: խնդրանք, խնդիր, խնդիրք; Avar: гьари; Azerbaijani: xahiş; Belarusian: просьба, запыт, заяўка, хадайніцтва, патрабаванне, прашэнне; Bulgarian: молба, заявка, просба, прошение; Carpathian Rusyn: просьба; Catalan: petició, sol·licitud, requesta; Chinese Mandarin: 請求/请求; Czech: prosba, žádost, požadavek; Danish: anmodning; Dutch: verzoek, vraag; Estonian: palve, avaldus; Finnish: pyyntö; French: requête, demande; Georgian: თხოვნა, მოთხოვნა; German: Bitte, Nachfrage, Wunsch, Begehren, Begehr, Ersuchen, Gesuch; Gothic: 𐌰𐌹𐌷𐍄𐍂𐍉𐌽𐍃; Greek: αίτηση, αίτημα; Ancient Greek: αἴτημα, αἴτησις, ἀξίωμα, ἀξίωσις, δέησις, ἐξαίτησις, παράκλησις, χρεία, χρείη; Hebrew: בַּקָּשָׁה; Hindi: निवेदन, अनुरोध, फ़रमाइश; Hungarian: kérés, kívánság; Indonesian: minta; Italian: richiesta; Japanese: 依頼, 要求, 要望, 願い; Kazakh: бұйымтай, өтініш; Khmer: សំណូម, សំណើ; Korean: 요망(要望), 요구(要求), 부탁(付託); Kurdish Central Kurdish: داوا, تکا, خواست; Northern Kurdish: daxwaz, doz, dawa, rica, tika; Kyrgyz: өтүнүч, суроо; Latin: petitum; Latvian: prasīšana, lūgšana; Lithuanian: prašymas; Macedonian: барање, молба; Malayalam: അഭ്യർത്ഥന; Norwegian Bokmål: anmodning, oppfordring; Nynorsk: oppfordring; Persian: درخواست, خواهش; Polish: prośba, żądanie; Portuguese: pedido, requisição, requerimento; Punjabi: ਗੁਜਾਰਸ਼; Romanian: cerere; Russian: просьба, запрос, заявка, ходатайство, требование, прошение; Scottish Gaelic: iarraidh; Serbo-Croatian Cyrillic: мо̀лба; Roman: mòlba; Slovak: prosba, žiadosť, požiadavka; Slovene: prošnja, zahteva; Spanish: solicitud, petición; Sundanese: suhun; Swahili: ombi; Swedish: begäran, bön, önskemål, önskan; Tagalog: paki-usap; Tajik: дархост, хоҳиш, илтимос; Tamil: வேண்டுகோள்; Thai: การขอ; Turkish: istek, talep, rica; Ukrainian: просьба, запит, заявка, прохання, вимога; Uyghur: تەلەپ; Uzbek: iltimos, soʻrov, talab; Welsh: cais; Yiddish: בקשה; Zazaki: reca, waştış, taleb