ἄρουρα
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
[ᾰρ] (ἀρωραῖος in Ar.Ach.762 is hyperdor., as shown by Aeol.
A ἄρουρα Sapph.Supp.25.11, Cypr. arourai (dat. sg.) Inscr.Cypr.135.20H.), ἡ, (ἀρόω) tilled land or arable land, Il.11.68, etc.; φυταλιῆς καὶ ἀρούρης 6.195; οὖθαρ ἀρούρης 9.141, al.; τέλσον ἀρούρης 18.544: in plural, corn-lands, fields, 14.122, 23.599: rare in Prose, Pl.Ti.22e, Arist.Pol.1284a30, Inscr.Cypr. l.c.
2 generally, earth, ground, ὀλίγη δ' ἦν ἀμφὶς ἄ. Il.3.115; σέο δ' ὀστέα πύσει ἄ. 4.174.
3 land, generally, = γῆ; πατρὶς ἄρουρα fatherland, Od.1.407; ἄρουρα πατρία, πατρῴα, Pi.O.2.14, I.1.35.
4 the earth, ἐπὶ ζείδωρον ἄ. Il.8.486, Od.7.332; ἄχθος ἀρούρης Il.18.104. al.
5 metaph. of a woman as receiving seed and bearing fruit, Thgn.582, A.Th.754 (lyr.), S.OT1257, cf. Tr. 32; ἄ. θήλεια Pl.Lg.839a, cf. Ti.91d.
II measure of land in Egypt, 100 cubits square, Hdt.2.168, cf. 141, OGI90.30, POxy.45.12, Hecat. Abd. ap. J.Ap.1.22, PRyl.143.17 (i A.D.), etc.
III = σωρὸς σίτου σὺν ἀχύροις (Cypr.), Hsch.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰρ-]
I 1gener. (la) tierra ὀλίγη δ' ἦν ἀμφὶς ἄ. Il.3.115, σέο δ' ὀστέα πύσει ἄ. Il.4.174, cf. Hes.Op.463, A.Pers.595
•(la) tierra como productora de frutos ζείδωρος ἄ. Il.8.486, Od.7.332, Hes.Op.117, Musae.B 5, Ἄργος ... οὖθαρ ἀρούρης Il.9.141
•de un individuo sin valor ἄχθος ἀρούρης Il.18.104, Od.20.379.
2 tierra arable, campo de labor κατ' ἄρουραν πυρῶν Il.11.68, τέμενος ... φυταλιῆς καὶ ἀρούρης Il.6.195, τέλσον ἀρούρης Il.18.544, cf. IChs 217.20 (Idalion V a.C.), Arist.Mete.341b26, Call.Dian.130, I.AI 6.14
•en plu. tierras, campos ἐδάσσατ' ἀρούρας Od.6.10, ἵνα τοι πλήθωσιν ἄρουραι Hes.Op.461, ἄρουραι πυρόφοροι Simon.86, ἄρουραι ἄκαρποι E.HF 369, cf. Il.14.122, 23.599, Emp.B 111.4, Hdt.1.193, Pi.N.11.39, Pl.Ti.22e, Arist.Pol.1284a30, Plu.2.670c, D.P.Au.3.6, Philostr.Im.2.34
•fig. ref. a la mujer ὃς τὴν ἀλλοτρίην βούλετ' ἄρουραν ἀροῦν (odio al lujurioso) que quiere arar el campo ajeno Thgn.582, ματρὸς ἁγνὰν σπείρας ἄρουραν A.Th.754, cf. S.OT 1257, Tr.32, E.Or.553, Pl.Lg.839a, Ti.91d
•como epít. de María, Chrys.M.61.737
•ref. al amor Ἀφροδίτας ἄρουραν ... ἀναπολίζομεν Pi.P.6.2.
3 tierra en sent. geográfico como lugar de origen, heredad, etc. πατρίς ἄ. Od.1.407, Galeom.5, ἄ. πατρία Pi.O.2.14, cf. I.1.35, Ar.Ra.1533, E.Rh.75.
4 suelo ἀνδρομέου ποδὸς ὕψος ὑπερτέλλουσαν ἀρούρης Paul.Sil.Ambo 129.
II en Egipto arura medida de superficie equivalente a 2.623 m2 ἡ δέ ἄρουρα ἑκατὸν πήχεών ἐστι Αἰγυπτίων Hdt.2.168, Hecat.Abd.21.195, OGI 90.30 (Roseta II a.C.), I.Ap.1.86, frec. en pap., PLugd.Bat.20.6.7, 20.60.4, 9 (III a.C.), POxy.45.12 (I d.C.), PRyl.143.17 (I d.C.).
III Ἄρουρα mit. La Madre Tierra Nonn.D.1.154.
IV agr. parva de trigo (Chipr.), Hsch.
• Diccionario Micénico: a-ro-u-ra.
• Etimología: Tema fem. en -iə < *-Hi̯2- de la raíz *H2er-Hu̯2- ‘arar’, cf. aruum, etc.
German (Pape)
[Seite 357] ἡ (ἀρόω), mehr poet., 1) Ackerland; τέμενος, καλὸν φυταλιῆς καὶ ἀρούρης Iliad. 6, 195; vgl. 18, 541; im plur., ἄρουραι πυροφόροι 14, 122; vgl. 23, 599. 22, 489 Od. 6, 10; ἀρούρης καρπὸν ἔδειν Iliad. 6, 142; ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν u. ἐπ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης entgegengesetzt 20, 226; allgemeiner, οἶνον, καρπὸν ἀρούρης 3, 246, Κυκλώπεσσι φέρει ζείδωρος ἄρουρα οἶνον Od. 9, 357; ἐπιξύνῳ ἐν ἀρούρῃ, auf einem Gränzraine, Iliad. 12, 422; πατρὶς ἄρουρα, das Vaterland, Od. 1, 407; τοῦ μέν κεν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν ἄσβεστον κλέος εἴη, die ganze Erde, 7, 332; ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης Iliad. 18, 104; αὔτως ἄχθος ἀρούρης Od. 20, 379; personificirt, τέκε δὲ ζείδωρος ἄρουρα, den Erechtheus, Iliad. 2, 548; οὓς μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα καὶ πολὺ καλλίστους μετὰ Ὠρίωνα, den Otos u. Ephialtes, Od. 11, 309. Übertr., der Mutterschooß, Aesch. Spt. 736; Soph. O. R. 1257; Plat. Legg. VIII, 839 a. – 2) als bestimmtes Feld- u. Flächenmaaß, eine Hufe: die ägyptische, Her. 2, 168, enthält 22500 ägypt. Quadratfuß; die griech. 2500 griech. Quadratfuß, u. ist der vierte Theil des Plethrums, 16, 7 preuß. Quadratruthen.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. terre labourée ou labourage, champ ; fig. le champ conjugal ; sein maternel;
II. p. ext. 1 terre, pays ; πατρὶς ἄρουρα OD patrie;
2 la terre en gén.
3 mesure agraire = ¼ du πλέθρον (22500 pieds carrés).
Étymologie: ἀρόω.
English (Autenrieth)
(ἀρόω): cultivated land (pl., fields), ground, the earth; τέμει δέ τε τέλσον ἀρούρης (sc. ἄροτρον), Il. 13.707; ὅτε φρίσσουσιν ἄρουραι, Il. 23.599; πλησίον ἀλλήλων, ὀλίγη δ' ἦν ἀμφὶς ἄρουρα, Il. 3.115; ζείδωρος ἄρουρα, δ 22, Od. 19.593 (personified, Il. 2.548).
English (Slater)
ᾰρουρα (-α, -ας, -αν; -αι, -αις, -αισι(ν))
a soil, earth pl. fields “ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις ἀρούρας δεξιτερᾷ προτυχὸν ξένιον μάστευε δοῦναι” (= βώλακα v. 37) (P. 4.34) τεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν ἄγχι καρποφόροις ἀρούραισιν (N. 6.9) ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι (N. 11.39) εἰ καί τι Διωνύσου ἄρο[υρ]α φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος (Pae. 4.25)
b generally, lands, estates εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει i. e. the land of Akragas (O. 2.14) ὁμιλέων παρ' οἰκείαις ἀρούραις (O. 12.19) καὶ ἐν ἀλλοδαπαῖς σπέρμ' ἀρούραις τουτάκις ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες (Hermann: -αισι codd.) (P. 4.255) ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα (ἐν τοῖς Πυθίοις. Σ.) (P. 11.15) Αἰακίδας ἐγέραιρεν ματρόπολίν τε, φίλαν ξένων ἄρουραν Aigina (N. 5.8) γαρύσομαι τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν (I. 1.35) ἔιδεν οὔτε πατρωίαις ἐν ἀρού[ραις] ἵππους Μυρμιδόνων in Phthia (Pae. 6.106)
c met. ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν (P. 6.2)
Greek Monolingual
η (AM ἄρουρα)
1. η καλλιεργημένη ή καλλιεργήσιμη περιοχή
2. τα χωράφια, οι αγροί
3. η γη, το έδαφος
4. το χώμα
5. μέτρο εδαφικής έκτασης στην Αίγυπτο
6. (μτφ. για γυναίκα) αυτή που δέχεται σπέρμα και τεκνοποιεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρουρ-ya < (αθέμ. ουδ. ουσ.) αrowŗ (< αρό-ω) + (επίθημα) yă. Για τον σχηματισμό arowŗ με επίθημα r / n πρβλ. ιρλ. arbor «δημητριακό» (< arwŗ), γεν. arbann (< αrwenos). Ο συσχετισμός με σανσκρ. urvάrᾱ- «θερισμός», αβεστ. urvαrᾱ, λατ. arvum «αγρός» δεν είναι ικανοποιητικός. Η λ. άρουρα ως «καλλιεργήσιμη γη» απαντά στον Όμηρο, στις μυκηναϊκές πινακίδες της Πύλου (α-ro-u-ra) καθώς και στην Κυπριακή με σημασία σαφέστερη από αυτήν της λ. αγρός και εντελώς διάφορη από τη σημασία της λ. αλκή, φυταλία, κήπος που χρησιμοποιούνται για αμπέλια ή χωράφια. Στον Θέογνι και στους τραγικούς ποιητές αποκτά μεταφορική έννοια και χαρακτηρίζει τη γυναίκα που μπορεί να τεκνοποιήσει, ενώ στον Ηρόδοτο χρησιμοποιείται για να δηλώσει αγροτικό μέτρο της Αιγύπτου.
ΠΑΡ. αρουραίος].
Greek Monotonic
ἄρουρᾰ: ἡ (ἀρόω)·
I. 1. καλλιεργημένη ή κατάλληλη για καλλιέργεια γη, σπαρμένη γη, καρποφόρα γη, χωράφι, Λατ. arvum, και σε πληθ., σιτοφόρες εκτάσεις, αγροί, χωράφια, σε Ομήρ. Ιλ.· έπειτα, γενικά, εξοχή, γη, στο ίδ.· πατρὶς ἄρουρα, πατρική γη, πατρίδα, σε Ομήρ. Οδ.
2. μεταφ., λέγεται για γυναίκα που γεννά παιδιά, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. μονάδα έκτασης στην Αίγυπτο, σχεδόν το Ρωμ. jugerum, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄρουρα: (ᾰρ) ἡ
1 пахотная земля, пашня, нива, поле (ζείδωρος Hom.; ὁμαλῦναι τὴν ἄρουραν Arst.);
2 земля, территория (ὀλίγη ἦν ἀμφὶς ἄ. Hom.);
3 страна, край (πατρίς Hom.; πατρῴα Pind.);
4 утроба, лоно (ματρός Aesch.; μητρῴα Soph.);
5 арура (мера земельной площади, греч. - ок. 0.024 га, егип. - ок. 0.2 га) Her.
Middle Liddell
ἀρόω
I. tilled or arable land, seed-land, cornland, Lat. arvum, and in plural corn-lands, fields, Il.: then, generally, land, earth, Il.; πατρὶς ἄρουρα father land, Od.
2. metaph. of a woman as bearing children, Aesch., Soph.
II. a measure of land in Egypt, nearly = the Roman jugerum, Hdt.
Wikipedia EN
Arura or (Greek: ἄρουρα), is a Homeric Greek word with original meaning "arable land", derived from the verb ἀρόω (aroō), "plough". The word was also used generally for earth, land and father-land and in plural to describe corn-lands and fields. The term arura was also used to describe a measure of land in ancient Egypt (similar in manner to the acre), a square of 100 Egyptian cubits each way. This measures 2700m² or ⅔ of an acre. The oldest attested form of the word is the Mycenaean Greek a-ro-u-ra, written in Linear B syllabic script, originally meant "plough".
Wikipedia ES
Arura o aroura (griego: ἄρουρα), es una palabra del Griego homérico cuyo significado original es "tierra cultivable" derivada del verbo "ἀρόω"1 arar. La palabra también se entiende como territorio, patria, y, en plural, para describir cultivos y campos sembrados. El término también se utilizaba para designar una medida de tierra en el Antiguo Egipto similar al acre, que suponía un área cuadrada de 100 codos egipcios de lado, aproximadamente unos 2700 m² o ⅔ de un acre. El uso más antiguo de esta palabra se encuentra en una inscripción del griego micénico, escrita en Lineal B (escritura silábica): a-ro-u-ra, que literalmente significa arar.
Wikipedia IT
Arura (in greco antico: ἄρουρα, àrura) è una parola omerica il cui significato originale era "terra arabile", derivato dal verbo "ἀρόω" (aroō), "arare". In particolare, Omero utilizza questo termine nel monologo di Achille, che descrive in questo modo la sua condizione di disperazione per la morte di Patroclo: ἀλλ᾽ ἧμαι παρὰ νηυσὶν ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης ma qui presso le navi inutil peso della terra mi seggo.
Frisk Etymology German
ἄρουρα: {ároura}
Grammar: f.
Meaning: Ackerland, Land (vorw. poet. seit Il.), auch als Maßbezeichnung (in Ägypten; Hdt., Pap.).
Derivative: Davon einige Ableitungen: ἀρουραῖος ländlich (ion. att.), ἀρουρίτης ib. (Babr., vgl. Redard Les noms grecs en -της 22); zwei Deminutiva: ἀρούριον (AP) und ἀρουρίδιον (Pap.); außerdem die zur Maßbezeichnung gehörenden ἀρουρηδόν n. Fläche, die nach dem Arurenmaß vermessen ist (Substantivierung eines Adverbs *ἀρουρηδόν), ἀρουρισμός Vermessung nach ἄρουραι (als von *ἀρουρίζειν), beide aus Ägypten durch die Papyri bekannt ebenso wie das latinisierte ἀρουρατίων Flureinteilung (VIp).
Etymology: ἄρουρα ist eine feminine Ableitung auf -ι̯α von einem Verbalnomen *ἄροϝαρ das Pflügen, zu ἀρόω (s. d.), und heißt somit eigentlich Land zum Pflügen, Bauen (s. Schwyzer 520 oben). Mit *ἄροϝαρ, einem alten r-n-Stamm, ist zunächst zu vergleichen mir. arbor (aus *aru̯r̥), Gen. (air.) arbe (aus *aru̯ens) Getreide; vgl. Benveniste Or. 20f., 112f.; s. noch W.-Hofmann s. arvus und WP. 1, 70f., Pok. 63. — Die Zusammenstellung mit aind. urvárā f. Fruchtfeld, Saatland, aw. urvarā f. Pflanze (zuletzt Otrębski KZ 66, 246f.) ist nicht haltbar.
Page 1,147
English (Woodhouse)
earth, soil, arable land, cultivated land, land for cultivating, land for cultivation, land for tillage
Mantoulidis Etymological
(=καλλιεργημένη γῆ, χωράφι). Παράγωγο τοῦ ἀρόω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.