ἐπονομάζω

From LSJ
Revision as of 14:22, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπονομάζω Medium diacritics: ἐπονομάζω Low diacritics: επονομάζω Capitals: ΕΠΟΝΟΜΑΖΩ
Transliteration A: eponomázō Transliteration B: eponomazō Transliteration C: eponomazo Beta Code: e)ponoma/zw

English (LSJ)

A apply a word (accus.) as a name to a thing (dat.), ᾧ γένει κέραμον ἐπωνομάκαμεν to which sort we have given the name pottery, Pl.Ti.60d; ᾧ τὸ ἔστιν ἐπονομάζεις Id.Tht.185c; πᾶσι ταὐτὸν ἐ. ὄνομα Id.Plt.263c (reversely, τίς Ἀλεξάνδρῳ τὸν ἑαυτοῦ βίον ἐπονομάζει καθάπερ Πλάτωνι; who dedicates his life to A., calls himself an Alexandrist? Them.Or.31.354b):—Pass., τῇ ἀρχῇ ὕβρις ἐπωνομάσθη the name insolence was given to this rule, Pl.Phdr.238a, cf. Cra.404b.
2 call by a name, ἀπὸ τοῦ θεῖν θεοὺς αὐτοὺς ἐπονομάσαι [φαίνονται] ib.397d; τὰς Μούσας ἀπὸ τοῦ μῶσθαι τὸ ὄνομα τοῦτο ἐ. called the Muses by this name (viz. Muses), ib.406a; ἐ. αὐτὰ τῇ ἐκείνων ἐπωνυμίᾳ Id.Phd.103b; with εἶναι pleon., Id.Prm.133d:—Pass., to be named, ἀπό τινος after one, Th.6.2, etc.; also τινος, to be named the temple of.., E.HF1329, Pl.Lg.738b (but in 626d the gen. depends on ἄξιος); πατρόθεν ἐ. Id.Ly.204e; πατρὸς.. δαῖτ' ἐπωνομασμένην, i.e. called after Agamemnon (cf. ἐπώνυμος), S.El.284; esp. to be surnamed, Th.2.29; Ἰουδαῖος ἐπονομάζῃ Ep.Rom.2.17.
3 generally, name, call so and so, ἀφνειὸν ἐ. τὸ χωρίον Th.1.13; σοφιστὴν ἐ. σεαυτόν Pl.Prt. 349a, cf. Phd.113b, al.; παρακαταθήκην ἐ. D. 28.15.
4 pronounce a name, ἐ. τὰ οὐνόματα ἐν τῷ ὕμνῳ Hdt.4.35, cf. 7.117; ἐπονομάζων τινά uttering his name as he throws the cottabus, Cratin.273, cf. Clearch.Com.1.

German (Pape)

[Seite 1008] davon, danach benennen, ὃν ἐπονομάζομεν Πυριφλεγέθοντα Plat. Phaedr. 113 b, öfter; vollständiger ἀπὸ ταύτης τῆς φύσεως τῆς τοῦ θεῖν θεοὺς αὐτοὺς ἐπονομάσαι Crat. 397 e; τὰς δὲ Μούσας ἀπὸ τοῦ μῶσθαι τὸ ὄνομα τοῦτο ἐπωνόμασαν 406 a; pass., τό γε ὄνομα ὁ Ἅιδης πολλοῦ δεῖ ἀπὸ τοῦ ἀειδοῦς ἐπωνομάσθαι 404 b; πολλοῖς τῶν ποιητῶν ἐν ἀηδόνος μνήμῃ Δαυλιὰς ἡ ὄρνις ἐπωνόμασται Thuc. 2, 29; 6, 2; mit pleon. εἶναι, Plat. ὧν ἡμεῖς μετέχοντες εἶναι ἕκαστα ἐπονομαζόμεθα Parmen. 133, d; τινί τι, Einem einen Namen od. Beinamen geben, ῴ γένει κέραμον ἐπωνομάκαμεν Tim. 60 d, vgl. Phil. 18 c Legg. XII, 963 d; pass., τῇ ἀρχῇ ὕβρις ἐπωνομάσθη, es wurde ihr der Name ὕβρις beigelegt, Phaedr. 238 a; Sp., wie App. B. C. 3, 84. Auch ἐπονομάζεσθαί τινος, nach Etwas benannt werden, ἐπικωκύω πατρὸς τὴν δυστάλαιναν δαῖτ' ἐπωνομασμένην Soph. El. 277; Eur. Herc. Für. 1329; εἴπερ τοῦ τοιούτου τὴν πόλιν ἔδει ἐπονομάζεσθαι Plat. Legg. IV, 713 a; so wohl ταῖν θεαῖν ἐπωνόμασαν τὴν τριήρη Plut. Timol. 8. – Her. vrbdí τὸ ὄνομά τινος ἐπ ονομάζειν, Jemandes Namen anrufen, 4, 35. 7, 117; ἕνα ἕκαστον ἀνεκάλει πατρόθεν τε ἐπονομάζων καὶ αὐτοὺς ὀνομαστὶ καὶ φυλήν Thuc. 7, 69; vgl. Plat. Lys. 204 e.

French (Bailly abrégé)

1 appliquer un nom à ; Pass. ἐπονομάζεσθαι ἀπό τινος THC être appelé d'un nom par suite de qqe particularité;
2 appeler par son nom : τὸ ὄνομά τινος HDT prononcer le nom de qqn ; τινα πατρόθεν appeler qqn par le nom de son père;
3 donner un nom en outre, surnommer.
Étymologie: ἐπί, ὀνομάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπονομάζω: называть, именовать: ἐ. τινί τι Plat. называть что-л. чем-л.; τινὶ или τινὰ ὄνομα ἐ. Plat. дать кому(чему)-л. имя; ἐπονομάζεσθαί τινος Eur., Plat. или ἀπό τινος Thuc., Plat.; быть названным по чему-л. (получить имя от чего-л.); ἐ. τινὰ πατρόθεν Plat. называть кого-л. по отцу; ἐ. τὸ ὄνομά τινος Her. называть чье-л. имя (звать кого-л. по имени); τῆς ἐπωνυμίας τινὸς ἐπονομάζεσθαι Plat. именовать именем (по имени) кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπονομάζω: δίδω ἢ ὁρίζω ὄνομα εἴς τι, δίδω νέον ὄνομα, ᾧ γένει κέραμον ἐπωνομάκαμεν Πλάτ. Τίμ. 60D· ᾧ τὸ «ἔστιν» ἐπονομάζεις ὁ αὐτ. ἐν Θεατ. 185C· πᾶσι ταὐτὸν ἐπ. ὄνομα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 263C ὡσαύτως μετὰ διπλῆς αἰτιατ., τὰς Μούσας... τὸ ὄνομα τοῦτο ἐπ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 406Α. - Παθ., τῇ ἀρχῇ ὕβρις ἐπονομάζεται, εἰς τὴν ἐξουσίαν δίδεται τὸ ὄνομα ὕβρις, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 238Α. πρβλ. Κρατ. 404Β. 2) ἐπονομάζω τινὰ ἀπό τινος αἰτίας, ἀπὸ ταύτης τῆς φύσεως τῆς τοῦ θεῖν θεοὺς αὐτοὺς ἐπονομάσαι αὐτόθι 397C· ἐπ. αὐτὰ τῇ ἐκείνων ἐπωνυμίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 103Β· ὡσαύτως, ἐνίοτε μετὰ τοῦ εἶναι πλεοναστ., ὁ αὐτ. Παρμεν. 133D· ἴδε ὀνομάζω. 3) καθόλου, ὀνομάζω, καλῶ οὕτως ἢ ἄλλως, ἀφνειὸν ἐπ. τὸ χωρίον Θουκ. 1. 13· σοφιστὴν ἐπονομάσας, δηλ. σεαυτόν, Πλάτ. Πρωτ. 349Α, πρβλ. Φαίδωνα 113Β κ. ἀλλ.· παρακαταθήκην ἐπ. Δημ. 840. 11: - Παθ., ὀνομάζομαι, καλοῦμαι, ἀπό τινος Θουκ. 6. 2, κτλ.· ὡσαύτως, τινὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1329, Πλάτ. Νόμ. 738 Β· πατρόθεν ἐπον. ὁ αὐτ. ἐν Λύσ. 204Ε· πατρὸς... δαῖτ’ ἐπωνομασμένην, ὃ ἐ. κληθεῖσαν ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀγαμέμνονος (πρβλ. ἐπώνυμος), Σοφ. Ἠλ. 284: - ἰδίως, ἐπονομάζομαι, ὡς καὶ νῦν, Θουκ. 2. 29· ὦ ξένε Ἀθηναῖε, … δοκεῖς γάρ μοι τῆς θεοῦ ἐπωνυμίας ἄξιος εἶναι μᾶλλον ἐπονομάζεσθαι Πλάτ. Νόμ. 626D. 4) προφέρω, λέγω, ἀναφέρω, ἐπονομαζούσας τὰ οὐνόματα ἐν τῷ ὕμνῳ Ἡρόδ. 4. 35, πρβλ. 7. 115· ἐπονομάζων τινά, καλῶν τὸ ὄνομά τινος κατὰ τὴν παιδιὰν τοῦ κοττάβου, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 16, πρβλ. Κλέαρχ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1.

English (Strong)

from ἐπί and ὀνομάζω; to name further, i.e. denominate: call.

English (Thayer)

(present passive ἐπονομάζομαι); from Herodotus down; the Sept. for קָרָא; to put a name upon, name; passive to be named: Romans 2:17; cf. Fritzsche at the passage.

Greek Monolingual

(AM ἐπονομάζω)
δίνω νέο, επί πλέον όνομα σε κάτι ή κάποιον («ο Γρηγόριος Δικαίος, ο επονομαζόμενος Παπαφλέσσας» β. «καὶ ἡ χώρα ἀπὸ Ἰταλοῦ, βασιλέως τινὸς Σικελῶν... Ἰταλία ἐπωνομάσθη», Θουκ.)
αρχ.
1. δίνω όνομα, προσδιορισμό («ἀφνειὸν γὰρ ἐπωνόμασαν τὸ χωρίον», Θουκ.)
2. αναφέρω, («καὶ γὰρ ἀγείρειν σφι τὰς γυναῖκας ἐπονομαζούσας τὰ οὐνόματα ἐν τῷ ὕμνῳ», Ηρόδ.)
3. εκφωνώ το όνομα κάποιου στο παιγνίδι του «κοττάβου».

Greek Monotonic

ἐπονομάζω: μέλ. -σω, δίνω όνομα, ονοματοδοτώ·
I. κατονομάζω ή αποκαλώ, σε Θουκ., Πλάτ. — Παθ., ονομάζομαι, ἀπότινος ή τινος, σύμφωνα με κάποιον, σε Θουκ., Ευρ.· επονομάζομαι, σε Θουκ.
II. προφέρω, λέω, αναφέρω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. σω
I. to give a surname: to name or call so and so, Thuc., Plat.:—Pass. to be named, ἀπό τινος or τινος after one, Thuc., Eur.:— to be surnamed, Thuc.
II. to pronounce a name, Hdt.

Chinese

原文音譯:™ponom£zw 誒普-哦挪馬索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-名
字義溯源:在命名,稱為,加綽號,給小名;由(ἐπί)*=在⋯上)與(ὀνομάζω)=命名)組成;其中 (ὀνομάζω)出自(ὄνομα)=名字),而 (ὄνομα)又出自(γινώσκω)*=知道)
同源字:1) (ἐπονομάζω)稱為 2) (ὄνομα)名字 3) (πανουργία)機巧。參讀 (ἐπιλέγω)同義字
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 稱為(1) 羅2:17