μυξάριον

Revision as of 16:06, 24 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τό, Dim. of μύξα (A) 1, M.Ant.4.48.
2 Dim. of μύξα (B), Aët.5.118, Hsch. (μυωξάρια cod.); interpol. in D.S.1.34.

German (Pape)

[Seite 218] τό, dim. von ἡ μύξα, M. Ant. 4, 48; – dim. von τὰ μύξα, eine Pflaumenart, D. Sic. 1, 84, l. d.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
un peu de morve.
Étymologie: dim. de μύξα.

Greek (Liddell-Scott)

μυξάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ μύξα, ἡ, Μ. Ἀντων. 4. 48. 2) ὑποκορ. τοῦ μύξα, τά, Ἡσύχ. (κατὰ τοὺς κώδικ. μυωξάρια).

Greek Monolingual

μυξάριον, τὸ (Α) μύξα
υποκορ. του μύξα.