εὐρωστία

Revision as of 10:27, 9 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, stoutness, strength, Arist.Mir.830a9, D.S.17.88, PRyl.235.8 (ii A.D.); τῆς ψυχῆς Plu.Cat.Mi.44; personified, Εὐρωστία Ath.Mitt.32.308 (Pergam.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
force, vigueur.
Étymologie: εὔρωστος.

German (Pape)

ἡ, die Stärke, Kraft, Gesundheit, auch ψυχῆς, Plut. Cat. min. 44 und öfter; Luc.

Russian (Dvoretsky)

εὐρωστία:сила, крепость (εὐ. καὶ μέγεθος Arst.; εὐ. τῆς ψυχῆς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρωστία: ἡ, καλὴ κατάστασις τοῦ σώματος, ἰσχύς, δύναμις, Ἀριστ. π. Θαυμ. 1. 2· τῆς ψυχῆς Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 44.

Spanish

poder

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐρωστία) εύρωστος
1. σωματική ευεξία, ρωμαλεότητα, σφρίγος
2. καλή κατάσταση (α. «οικονομική ευρωστία» β. «τὴν δ' εὐρωστίαν τῆς ψυχῆς τιθέμενοι», Πλούτ.).

Greek Monotonic

εὐρωστία: ἡ, καλή κατάσταση του σώματος, δύναμη, ισχύ, σε Πλούτ.

Middle Liddell

εὐρωστία, ἡ,
stoutness, strength, Plut. [from εὔρωστος

Léxico de magia

poder de tipo mágico Ιαπετωλίνα ἔχω τὴν εὐρωστίαν yo, Capitolina, tengo el poder (en un hechizo amoroso) P XV 7