φαντασία

From LSJ
Revision as of 23:54, 15 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαντᾰσία Medium diacritics: φαντασία Low diacritics: φαντασία Capitals: ΦΑΝΤΑΣΙΑ
Transliteration A: phantasía Transliteration B: phantasia Transliteration C: fantasia Beta Code: fantasi/a

English (LSJ)

ἡ, verbal noun of φαντάζομαι and (in sense) of φαίνομαι,
A appearing, appearance, = τὸ φαίνεσθαι, πάντες ἐφίενται τοῦ φαινομένου ἀγαθοῦ, τῆς δὲ φ. οὐ κύριοι do not control the appearing, Arist.EN 1114a32; usually with less verbal force, appearance, presentation to consciousness, whether immediate or in memory, whether true or illusory, φαίνεται μὲν ὁ ἥλιος ποδιαῖος, ἀντίφησι δὲ πολλάκις ἕτερόν τι πρὸς τὴν φαντασίαν Id.Insomn.460b19; ἡ τοῦ γάλακτος φαντασία the appearance of the milky way, Id.Mete.339a35; ἡ τοῦ προσώπου φαντασία Phld.Acad.Ind. p.50 M.; especially of visual images, ἐπεὶ ἡ ὄψις μάλιστα αἴσθησίς ἐστι, καὶ τὸ ὄνομα ἀπὸ τοῦ φάους εἴληφεν [ἡ φαντασία] Arist. de An.429a2; κατοπτρικὴ φαντασία image reflected in a mirror, Placit.3.1.2; also of other sense-perceptions, φαντασία καὶ αἴσθησις ταὐτὸν ἔν τε θερμοῖς καὶ πᾶσι τοῖς τοιούτοις appearance is the same as perception, whether we are talking of hot things or of anything else like them, Pl.Tht.152c, cf. Chrysipp.Stoic.2.21; ταῦτα ἔστι μέν τι, ἀλλ' οὐχ ὧν ἐμποιεῖ τὴν φ. Arist.Metaph.1024b24; ἡ φαντασία ἐστὶν αἴσθησίς τις ἀσθενής . . κἂν τῷ ἐλπίζοντι ἀκολουθοῖ ἂν φ. τις οὗ ἐλπίζει Id.Rh.1370a28; αἱ [αἰσθήσεις] ἀληθεῖς ἀεί, αἱ δὲ φ. γίνονται αἱ πλείους ψευδεῖς Id.de An.428a12; φ. ἀληθεῖς ἁπάσας Epicur.Fr.254; ἀπελθόντων τῶν αἰσθητῶν ἔνεισιν αἱ αἰσθήσεις καὶ φ. ἐν τοῖς αἰσθητηρίοις Arist. de An.425b25; διὰ τὸ ἐμμένειν [τὰς φ.] καὶ ὁμοίας εἶναι ταῖς αἰσθήσεσι ib.429a5; τῆς αἰσθήσεως ἀλλοιουμένης ἐξ ἧς γίνεσθαι τὴν φαντασίαν Thphr.Sens.63; ἐλέγχειν τὰς ἀλλήλων φ. καὶ δόξας Pl.Tht.161e; freq. in later Philos. especially in meaning psychic image, Epicur.Ep.1p.12U., S.E.M.7.152, M.Ant.4.24, al.; defined as τύπωσις ἐν ψυχῇ Chrysipp.Stoic.2.23; φ. καταληπτική Zeno Stoic. 1.17, etc.; [φ. κ.] ἢν κριτήριον εἶναι τῶν πραγμάτων φασί, τὴν γιγνομένην ἀπὸ ὑπάρχοντος κατ' αὐτὸ τὸ ὑπάρχον ἐναπεσφραγισμένην Stoic. 2.21, cf. 26, al.; διανοητικαὶ φαντασίαι = mental images, Cic.Fam.15.16.1; νυκτεριναὶ φ. Phlp. in de An.486.13, cf. Gp.12.17.15; apparition, Arist.Mir.846a37.
b less scientifically, appearance, ἐμποιοῦντα τὴν φαντασίαν (sc. τοῦ ἐλέγχειν) Id.SE165b25; τὸ παράδοξον τῆς τῶν ζῴων φαντασίας Plb. 3.53.8, cf. 5.48.9, App.BC4.102, Hann.15; κατὰ τὴν πρώτην φ. Plb.11.27.7; συναύξειν τὴν φαντασίαν [τῆς νίκης] Id.16.8.3; δουλεύοντες τῇ τῶν ἐκτὸς φ. Id.30.19.4; φαντασίαν ποιεῖν καὶ προσδοκίαν Id.18.10.7, cf. 14.2.4; ζῷα . . μέχρι φ. φαινόμενα (in a conjuring trick) Cels. ap. OrigenesCels.1.68; κατὰ τὴν πρόχειρον οὑτωσὶ φ. Gal.6.105, cf. 15.17,115, 19.206; τῶν ἀπεπτούντων ἐνίοις φ. . . γίνονται Id.18(2).73, cf. 71, al.
2 imagination, i.e. the representation of appearances or images, primarily derived from sensation (cf. αἴσθησις II), ὅταν μὴ καθ' αὑτὸ ἀλλὰ δι' αἰσθήσεως παρῇ τινι τὸ τοιοῦτον αὖ πάθος (sc. δόξα) ἆρ' οἷόν τε ὀρθῶς εἰπεῖν ἕτερόν τι πλὴν φ.; . . φαίνεται δὲ ὃ λέγομεν (i.e. φαντασία) σύμμειξις αἰσθήσεως καὶ δόξης Pl.Sph.264a, 264b; οὐδὲ δόξα μετ' αἰσθήσεως οὐδὲ δι' αἰσθήσεως οὐδὲ συμπλοκὴ δόξης καὶ αἰσθήσεως φ. ἂν εἴη Arist. de An. 428a26; ἡ φαντασία καθ' ἣν λέγομεν φάντασμά τι ἡμῖν γίγνεσθαι ib.428a1; ἔστι δὲ φαντασία ἡ ὑπὸ τῆς κατ' ἐνέργειαν αἰσθήσεως γινομένη κίνησις Id.Insomn.459a17, cf. de An.429a1; εἰ ἔστι καὶ τοῦτο [τὸ νοεῖν] φ. τις ἢ μὴ ἄνευ φαντασία ib.403a8; c. gen., μέλλοντος κακοῦ Id.Rh.1382a21, cf. 1370a30, b33, al.; αἰσχροῦ φ. Cic.Att.9.6.5; also περὶ ἀδοξίας φ. ἐστὶν ἡ αἰσχύνη Arist.Rh.1384a23; γίγνεται ἑκάστῳ φ. ὅτι τοιοῦτός [ἐστι] ib.1371a9; ἡ κατὰ τὴν σύλληψιν φ. τῆς γυναικός Placit.5.12.2, cf. Sor.1.39 (pl.); τὰ πρὸς τὴν φαντασίαν χρώματα colours as judged by the φ., apparent colours, Placit.1.15.8; φωτίζεσθαι πρὸς τὴν φαντασία ib.2.28.6.
b in Aristotle, faculty of imagination, both presentative and representative, opp. αἴσθησις, [φ.] οὐκ ἔστιν αἴσθησις Arist.de An. 428a5; opp. δόξα, because πίστις is absent, ib.22, 24; opp. ἐπιστήμη, νοῦς, διάνοια, οὐδὲ [φ.] τῶν ἀεὶ ἀληθευόντων οὐδεμία ἔσται, οἷον ἐπιστήμη ἢ νοῦς ib.428a17; φ. ἕτερον καὶ αἰσθήσεως καὶ διανοίας· αὐτή τε οὐ γίγνεται ἄνευ αἰσθήσεως καὶ ἄνευ ταύτης οὐκ ἔστιν ὑπόληψις ib.427b14; φαντασία γίνεται ἢ διὰ νοήσεως ἢ δι' αἰσθήσεως Id.MA702a19; ὀρεκτικὸν [τὸ ζῷον] οὐκ ἄνευ φαντασίας, φ. δὲ πᾶσα ἢ λογιστικὴ ἢ αἰσθητική Id.de An.433b28.
c creative imagination, φ. σοφωτέρα μιμήσεως δημιουργός Philostr.VA6.19.
3 the use of imagery in literature, τεθορύβηται ταῖς φ. μᾶλλον ἢ δεδείνωται Longin.3.1; ἡ ῥητορικὴ φαντασία Id.15.2; ἀπὸ τοῦ ἀποδεικτικοῦ περιελκόμεθα εἰς τὸ κατὰ φαντασίαν ἐκπληκτικόν Id.15.11; αἱ ποιητικαὶ φαντασίαι Plu.2.759c; ἐς τὰς φ. τῶν λεγομένων τῷ σχήματι τοῦ σώματος συνεφέροντο App.Pun.134, cf. Hisp.26, Syr.40.
4 prestige, reputation, μεγάλην ἐφείλκετο φ. ὡς μόνος εἰδὼς τί λέγει Plb.22.9.12, cf. 24.7.2, 24.11.5, Fr.233; ἐκ τοῦ τοὺς ἄλλους ἐλέγχειν φ. ἀπενέγκασθαι προαιρούμενος Hipparch.1.1.6; parade, ostentation, ποιέειν μηδὲν περιέργως μηδὲ μετὰ φαντασίης Hp.Decent.7, cf. Plb.15.25.22, 16.21.1, 31.26.6, Posidon.36 J., D.S.12.83, Vett.Val.38.26, al.; ἡ ἐφήμερος τῆς ἀρχῆς φαντασία Sopat. ap. Stob.4.5.55; μετὰ πολλῆς φαντασίας Act.Ap. 25.23, cf. D.L.4.53.

German (Pape)

[Seite 1254] ἡ, 1) das Sichtbarmachen, Zeigen, bes. das Ausstellen zur Schau, zum Prunke, das Prahlen. – 2) intrans., das Sichtbarwerden, Erscheinen, νεῶν App. B. C. 4, 102; – der Anblick, das Aussehen, Pol. 1, 37, 5 u. oft; auch das Aufsehen, das Einer durch sein prunkendes Erscheinen macht, Rufin. 37 (V, 27); dah. ἡ κατὰ τὴν εὐγένειαν φαντασία Pol. 32, 12, 6, der Glanz der Geburt, u. öfter; φαντασίας ἕνεκα D. Sic. 12, 83; vgl. Posidon. bei Ath. 212 a. – 3) der Zustand der Seele, wenn sie Sinneneindrücke empfängt, καὶ αἴσθησις Plat. Theaet. 152 c; bei den Stoikern die Vorstellung, sowohl das Vorgestellte (τὸ φανταστόν), als die Vorstellungskraft (τὸ φανταστικόν), S. Emp. oft. – Besonders die Kraft der Seele, sich Dinge als wirklich od. gegenwärtig vorzustellen, die nur in der Einbildung vorhanden od. abwesend sind, Einbildungskraft, Phantasie, S. Emp. pyrrh. 3, 241 u. A. – Aber auch ein Bild der Phantasie, eine Einbildung, καὶ δόξα Plat. Soph. 263 d; Theaet. 161 c. – Verlangen, Gelüst nach abwesenden Dingen, Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. apparition de choses extraordinaires ou apparition de choses qui font illusion, vision;
II. spectacle, coup d'œil, aspect particul. de choses extraordinaires et propres à frapper l'imagination ; étalage, montre, ostentation;
III. action de se figurer par l'imagination, d'où
1 image qui s'offre à l'esprit, idée;
2 faculté de se représenter par l'esprit, imagination ; ARSTT représentation;
NT: parade, pompe.
Étymologie: φαντάζω.

Russian (Dvoretsky)

φαντᾰσία:
1 показывание, демонстрирование: τῇ τοῦ γεγονότος εὐτυχήματος φαντασίᾳ Polyb. выставляя напоказ свою (военную) удачу; φαντασίας ἕνεκεν Diod. для показа;
2 пышность, блеск (μετὰ πολλῆς φαντασίας NT): ἡ κατὰ τὴν εὐγένειαν φ. Polyb. знатное происхождение, родовитость;
3 филос. фантазия, впечатление, психический образ, представление: φ. καὶ αἴσθησις ταὐτόν Plat. представление и чувственное восприятие - одно и то же; ἡ φαντασία ἐστὶν αἴσθησίς τις ἀσθενής Arst. представление есть некое ослабленное восприятие;
4 плод воображения, видение Plat., Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

φαντᾰσία: ἡ, τὸ ἐξωτερικὸν φαινόμενον πράγματός τινος, ἐπίδειξις, Πολύβ. 32. 12, 6, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 212C. ΙΙ ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος, ἡ δύναμις δι’ ἧς ἔννοιά τις γίνεται φανερὰ (φαίνεται.) εἰς τὸν νοῦν (ὅτε τὸ οὕτω παρουσιαζόμενον εἰς τὸν νοῦν καλεῖται φάντασμαεἶναι δὲ κατὰ τὸν Πλάτωνα δόξα παρουσιαζομένη εἰς τὸ πνεῦμα οὐχὶ ἁπλῶς ἀλλὰ διὰ τῆς αἰσθήσεως, Σοφιστ. 264Α· ἐν ᾧ ὁ Ἀριστ. ὁρίζει αὐτὴν ὡς κίνησιν τοῦ νοῦ παραγομένην διὰ τῆς αἰσθήσεως, περὶ Ψυχ. 3. 3 20. ἢ χαλαρώτερον ὡς αἴσθησίν τινα ἀσθενῆ, ὁποίαν προσδοκᾷ τις ἢ ἀναμιμνήσκεται, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ζωηρὰν ἐντύπωσιν τὴν ἐκ τῶν παρόντων πραγμάτων, Ρητ. 1. 11, 6· ἀποδίδει δὲ τὴν δύναμιν ταύτην εἰς τὰ ζῷα, ἅπερ ζῶσι ταῖς φαντασίαις καὶ ταῖς μνήμαις, Μετά τὰ Φυσικ. 1, 1, 3, πρβλ. περὶ Ψυχ. 3. 3. 13. 2) ἀντικειμενικῶς, σχεδὸν ὡς τὸ φάντασμα, παράστασις, ἢ ἐντύπωσις εἰς τὸν νοῦν τινος, ἴνδαλμα, τὸ τοῦ Κικέρωνος vi??m, (τὸ δὲ ἀντικείμενον ἐξ οὗ ἡ ἐντύπωσις λέγεται τὸ φανταστόν, καὶ τὸ φανταστικόν, ἡ κατάστασις τοῦ νοῦ ἡ γινομένη ἐκ τῶν φανταστῶν, Πλούτ. 2. 900D, Ε), φαντασίαι καὶ δόξαι Πλάτ. Θεαίτ. 161Ε, πρβλ. 152C, Σοφιστ. 263D· ― ἡ λέξις ἦν ἐν πολλῇ χρήσει, παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, πρβλ. Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1046F, 1055F κἑξ.· καὶ εἰσήχθη εἰς τὴν Λατινικὴν ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος, Πλουτ. Κικ. 40.

English (Strong)

from a derivative of φαντάζω; (properly abstract) a (vain) show ("fantasy"): pomp.

English (Thayer)

φαντασίας, ἡ, show, showy appearance, display, pomp: Polybius 15,25, 5, etc.; (Diodorus 12,83); others.)

Greek Monolingual

η, Ν
βλ. φαντασία.
η, ΝΜΑ, και φαντασία Ν φαντάζω, -ομαι]
1. η δύναμη, η ικανότητα αναπαράστασης με τον νου πραγμάτων ή γεγονότων
2. ψευδής παράσταση, ασύστατη ιδέα που δημιουργείται μόνον στον νου, χωρίς καμιά αντιστοιχία με την πραγματικότητα, φανταστικό πλάσμα, φάντασμα
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) α) ψυχική λειτουργία με την οποία ο άνθρωπος μπορεί να ανακαλέσει στο παρόν, με την μορφή νοητικών εικόνων, αντικείμενα ή γεγονότα γνωστά από μια προγενέστερη εμπειρία, νοερή ανάπλαση μιας προγενέστερης εικόνας, μιας προγενέστερης παράστασης, μιας προγενέστερης εμπειρίας
β) λειτουργία με την οποία ο νους «πλάθει» και παριστά, υπό μορφή συγκεκριμένη, πράγματα, όντα, καταστάσεις για τα οποία δεν έχει άμεση εμπειρία
γ) η ικανότητα επεξεργασίας νέων εικόνων και εννοιών σε έναν οποιονδήποτε τομέα της πνευματικής δραστηριότητας, η ικανότητα εύρεσης πρωτότυπων λύσεων σε θεωρητικά ή πρακτικά προβλήματα, επινόηση, ικανότητα επινόησης
2. μουσ. σύνθεση ελεύθερης μορφής και έμπνευσης, που προορίζεται συνήθως για ενόργανη σόλο εκτέλεση
3. η ιδιότητα του φαντασμένου, μεγαλαυχία, ψευτοπερηφάνια, έπαρσηείναι όλος φαντασία, λες και έγινε κάτι»)
4. φρ. α) «νοσηρή [ή αρρωστημένη] φαντασία» — φαντασία με την οποία πλάθονται απίθανα και παράδοξα πράγματα
β) «εξημμένη φαντασία» — φαντασία με την οποία μεγαλοποιούνται πράγματα, γεγονότα ή καταστάσεις
αρχ.
1. εξωτερική όψη ενός προσώπου ή πράγματος («τὸ παράδοξον τῆς τῶν ζῴων φαντασίας», Πολ.)
2. μτφ. α) πραγμάτωση («συναύξειν τὴν φαντασίαν [τῆς νίκης]», Πολ.)
β) επίδειξη
γ) καλή φήμη, γόητρο
δ) πλάνη, απάτη.

Greek Monotonic

φαντᾰσία: ἡ, φαντασία, η δύναμη με την οποία ένα πράγμα παρουσιάζεται (φαίνεται) στο μυαλό (το αντικείμενο που αναπαρίσταται νοητικά αποκαλείται φάντασμα), σε Πλάτ., Αριστ.

Middle Liddell

φαντᾰσία, ἡ, [from φαντάζομαι
imagination, the power by which an object is presented (φαίνεταἰ to the mind (the object presented being φάντασμἀ, Plat., Arist.

Chinese

原文音譯:fantas⋯a 潘他西阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:顯出(來)
字義溯源:憑空顯耀,幻想,出現,誇耀,炫示,威勢,儀仗;源自(φαντάζω)=顯示出來),而 (φαντάζω)出自(φαίνω)=發光), (φαίνω)出自(φῶς)=光), (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 儀仗(1) 徒25:23

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό φαντάζω τοῦ φαίνω, ὄπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

appearance

Belarusian: з'яўленне, паяўленне; Bulgarian: появяване; Catalan: aparició; Chinese Mandarin: 出現, 出现; Czech: objevení se; Dutch: verschijning; Esperanto: apero; Finnish: ilmestyminen, ilmaantuminen; French: apparition; Galician: aparición; German: Erscheinen, Auftritt; Ancient Greek: φάσις; Hebrew: הופעה‎; Hindi: दिखना; Hungarian: megjelenés, feltűnés; Irish: nochtadh; Italian: apparizione, comparsa; Japanese: 出現; Javanese: rupa, warna, warni; Kurdish Central Kurdish: دەرپەڕین‎; Macedonian: појавување; Maori: kōwhitinga, putanga; Old English: ætīewednes; Portuguese: aparição, aparecimento; Romanian: apariție, înfățișare, aparență; Russian: появление; Scottish Gaelic: taisbeanadh; Serbo-Croatian: pojavljivanje; Sicilian: apparizziuni, cumparizziuni; Slovene: pojavitev; Spanish: aparición; Swedish: ankomst; Ukrainian: поява

imagination

Albanian: imagjinatë; Arabic: خَيَّال‎, تَخَيُّل‎, تَصَوُّر‎, مُخَيَّلَة‎; Armenian: երեւակայություն; Azerbaijani: təxəyyül, xəyal; Bashkir: хыял; Belarusian: выабражэнне, уяўленне; Bengali: কল্পনা; Bulgarian: въображение; Burmese: စိတ်ကူး, စိတ်ကူးဉာဏ်; Catalan: imaginació; Cebuano: handurawan; Chinese Cantonese: 想像力; Mandarin: 想像力; Czech: představivost; Danish: fantasi, forestillingsevne, indbildning; Dutch: verbeelding, fantasie; Esperanto: imago; Estonian: ettekujutus; Finnish: mielikuvitus; French: imagination; Galician: imaxinación; Georgian: წარმოსახვა, ფანტაზია, წარმოდგენა; German: Vorstellungskraft, Imagination, Einbildungskraft, Fantasie; Greek: φαντασία; Ancient Greek: φαντασία, ἐπίνοια; Hebrew: דִּמְיוֹן‎; Hindi: कल्पना, तसव्वुर, तख़य्युल; Hungarian: képzelet; Icelandic: ímyndunarafl; Indonesian: imajinasi; Irish: íomháineacht; Italian: immaginazione; Japanese: 想像力; Kazakh: қиял; Khmer: រូបាទ្យារម្មណ៍; Korean: 상상력; Kurdish Northern Kurdish: xeyal; Kyrgyz: кыял; Lao: ຈິນຕະນາການ; Latin: opinio; Latvian: iztēle; Lithuanian: vaizduotė; Macedonian: имагинација; Malay: imaginasi; Maori: pohewatanga; Middle English: ymaginacioun, ymagynynge; Mongolian Cyrillic: төсөөлөл; Norwegian: fantasi, innbilning; Old English: mōdes hīwung, gedwimor; Pashto: خيال‎, تخيل‎, تصور‎, مخيله‎; Persian: خیال‌‎, تخیل‎, تصور‎, مخیله‎; Plautdietsch: Enbildunk; Polish: fantazja, imaginacja, wyobraźnia; Portuguese: imaginação; Romanian: imaginație, fantezie, forță de imaginare; Russian: воображение; Scottish Gaelic: mac-meanmna; Serbo-Croatian Cyrillic: ма̀шта, имагинација; Roman: màšta, imaginácija; Slovak: predstavivosť; Slovene: domišljija; Spanish: imaginación, magín; Swahili: ubunifu; Swedish: fantasi, inbillning; Tagalog: haraya, imahinasyon; Tajik: хаёл, тахайюл, мухайяла; Tamil: கற்பனை; Tatar: хыял; Thai: จินตนาการ; Turkish: hayal gücü, muhayyile, imgelem, hayal; Turkmen: hyýal; Ukrainian: уява, уявлення; Urdu: خیال‎, تخیل‎, تصور‎; Uyghur: خىيال‎; Uzbek: xayol, taxayyul; Vietnamese: sự hình dung, sự tưởng tượng

creativity

Afrikaans: kreatiwiteit; Arabic: ⁧إِبْدَاع⁩; Catalan: creativitat; Chinese Mandarin: 創造力/创造力, 創造性/创造性; Czech: tvořivost; Danish: kreativitet, skaberevne; Dutch: creativiteit; Estonian: loovus; Faroese: skapanarevni; Finnish: luovuus; French: créativité; Galician: creatividade; Georgian: კრეატიულობა, შემოქმედებითობა, შემოქმედობითობა; German: Kreativität, Schaffenskraft, Schöpfungskraft; Greek: δημιουργικότητα; Ancient Greek: τὸ γόνιμον, ποιητική, φαντασία; Hebrew: ⁧יצירתיות⁩; Hindi: रचनात्मकता; Hungarian: kreativitás; Icelandic: sköpunargáfa; Ido: kreiveso; Indonesian: kreativitas; Japanese: 創造性, 創造力; Kazakh: шығармашылық; Korean: 창의력(創意力), 창조력(創造力); Maori: auahatanga; Norwegian Bokmål: kreativitet; Nynorsk: kreativitet; Old English: orþanc; Persian: ⁧خلاقیت⁩; Polish: kreatywność, twórczość; Portuguese: criatividade; Romanian: creativitate; Russian: креативность, творческие способности; Serbo-Croatian Cyrillic: стваралаштво, креативност; Roman: stvaralaštvo, kreativnost; Spanish: creatividad; Swedish: kreativitet, skaparförmåga; Tagalog: pagkamapanlikha; Thai: ความคิดสร้างสรรค์; Turkish: yaratıcılık; Urdu: ⁧تخلیقی صلاحیت⁩; Vietnamese: óc sáng tạo, tính sáng tạo