ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
το / ῥιζάριν, ΝΜ
το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό ρουβία η βαφική, αλλ. λιζάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα (πρβλ. αρχ. ῥιζιόν), άλλη ονομασία του φυτού αλιζάρι (βλ. λ. αλιζάρι)].