πίθακος
From LSJ
English (LSJ)
Dor. for πίθηκος; also in Sammelb.2629 (Naucratis).
German (Pape)
[Seite 613] ὁ, dor. = πίθηκος, Ar. Ach. 871.
French (Bailly abrégé)
dor. c. πίθηκος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πίθᾱκος -ου, ὁ Dor. voor πίθηκος.
Russian (Dvoretsky)
πίθᾱκος: (ῐ) ὁ, редко ἡ дор. Arph. = πίθηκος.
Greek (Liddell-Scott)
πίθᾱκος: Δωρ. ἀντὶ τοῦ πίθηκος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. πίθηκος.
Greek Monotonic
πίθᾱκος: Δωρ. αντί πίθηκος.