διαπέτομαι
From LSJ
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
English (LSJ)
( διΐπταμαι Hdn., v.infr.), aor.-επτάμην (v. infr.): aor. Act.
A -έπτην Luc.DMeretr.9.4: pres. διαπέταται S.OT1310 (lyr.) is f.l. for διαπωτᾶται:—fly through, διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀϊστός Il.5.99; ὁρᾷς τὸν ἁβρὸν οὗ βέλος διέπτατο E.Supp.860; δ. διὰ τῆς πόλεως Ar.Av. 1217: c. acc., E.Med.1, Ar.V.1086. II fly away, vanish, διαπτομένη οἴχεσθαι Pl.Phd.70a, 84b, etc.; of Time, E.HF507. III of a report, fly in all directions, διϊπταμένη ἡ φήμη Hdn.2.8.7.