παρόρμησις

Revision as of 10:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-εως, ἡ, urging on, incitement, εἴς τι X.Eq.Mag.1.25, v.l. in Cyr.1.6.19, cf. Plb. 6.39.8, Phld.Mus.p.98 K., Andronic. Rhod.p.572 M.; ἐπί τι Iamb. Protr.5; τινος ib.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 527] ἡ, das Treiben, Ermuntern, εἴς τι, Xen. Hipparch. 1, 25; Pol. 6, 39, 8 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'exciter, de stimuler, incitation.
Étymologie: παρορμέω.

Russian (Dvoretsky)

παρόρμησις: εως ἡ поощрение, побуждение (εἴς τι Xen., Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

παρόρμησις: ἡ, παρακίνησις, προτροπή, εἴς τι Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 25, διάφορ. γραφὴ ἐν Κύρ. 1. 6, 19, Πολυβ. 6. 39, 8.

Greek Monotonic

παρόρμησις: ἡ (παρορμάω), προτροπή, παρώθηση, σε Ξεν.

Middle Liddell

παρόρμησις, εως, παρορμάω
incitement, Xen.