διαχειρίζομαι
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (Strong)
from διά and a derivative of χείρ; to handle thoroughly, i.e. lay violent hands upon: kill, slay.
Russian (Dvoretsky)
Greek Monolingual
(ΑΝ) και διαχειρίζω (AM) και διαχειρώ (Α)
1. κρατώ στα χέρια μου, μεταχειρίζομαι, διευθύνω
2. επιτροπεύω, επιμελούμαι
(μσν. ενεργ.-αρχ. μέσ.) σκοτώνω.