διαχειρίζομαι

Revision as of 16:05, 3 June 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (Strong)

from διά and a derivative of χείρ; to handle thoroughly, i.e. lay violent hands upon: kill, slay.

Russian (Dvoretsky)

умерщвлять, налагать руки

Greek Monolingual

(ΑΝ) και διαχειρίζω (AM) και διαχειρώ (Α)
1. κρατώ στα χέρια μου, μεταχειρίζομαι, διευθύνω
2. επιτροπεύω, επιμελούμαι
(μσν. ενεργ.-αρχ. μέσ.) σκοτώνω.