μαξιλάρι

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

το (Μ μαξιλάριον και μαξιλάριν)
μικρός σάκος παραγεμισμένος με βαμβάκι, μαλλί, πούπουλα ή άλλη ύλη, ο οποίος χρησιμεύει για τη στήριξη του κεφαλιού κατά τον ύπνο ή για ξεκούραση τών μελών του σώματος, προσκεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλάριον, υποκορ. του λατ. maxilla «σαγόνι»].