ου, Dor. πλανάτας, ὁ,
A = πλάνης 1.1, S.OC3,124 (lyr.), E.Ba.148 (lyr.), etc.; τοὺς π. ἐπὶ τὰς πόλεις ἐμπόρους [καλοῦμεν] Pl.R.371d; πλανῆται ἐπὶ πάντας τόπους, of hares, X.Cyn.5.17. II as Adj., π. ἄθλιος βίος E.Heracl.878, cf. Porph.Marc.22. 2 Medic., = πλάνης 1.3, Gal.11.18.