σεμνός

From LSJ
Revision as of 00:33, 9 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνός Medium diacritics: σεμνός Low diacritics: σεμνός Capitals: ΣΕΜΝΟΣ
Transliteration A: semnós Transliteration B: semnos Transliteration C: semnos Beta Code: semno/s

English (LSJ)

ή, όν, (σέβομαι)

   A revered, august, holy:    I prop. of gods, e.g. Demeter, h.Cer.1,486; Hecate, Pi.P.3.79; Thetis, Id.N.5.25; Apollo, A.Th.800; Poseidon, S.OC55; Pallas Athena, ib.1090 (lyr.); at Athens the Erinyes were specially the σεμναὶ θεαί, Id.Aj.837, OC 90,458, Ar.Eq.1312, Th.224, Th.1.126, Autocl. ap. Arist.Rh.1398b26; or simply Σεμναί, A.Eu.383 (lyr.), 1041 (lyr.), E.Or.410; τὸ σ. ὄνομα their name, S.OC41; σ. βάθρον the threshold of their temple, ib.100; σ. τέλη their rites, ib. 1050 (lyr.).    2 of things divine, ὄργια σ. h.Cer.478, S.Tr.765; θέμεθλα δίκης Sol.4.14; ὑγίεια Simon.70; θυσία Pi.O.7.42; σ. ἄντρον the cave of Cheiron, Id.P.9.30, cf. O.5.18; σ. δόμος the temple of Apollo, Id.N.1.72; παιάν A.Pers.393; σέλμα σ. ἡμένων, of the Olympian gods, Id.Ag.183 (lyr.); σ. ἔργα, of the gods, Id.Supp.1037 (lyr.); μυστήρια S.Fr.804, E.Hipp.25; τέρμων οὐρανοῦ ib.746; σ. βίος devoted to the gods, Id.Ion 56; σεμνὰ φθέγγεσθαι, = εὔφημα, A.Ch.109 (v.l.), cf. Ar.Nu.315,364; ἦ πού τι σ. ἔστιν ὃ ξυναμπέχεις; A.Pr.521; τὸ σ. holiness, D.21.126.    II of human or half-human beings, reverend, august, ἐν θρόνῳ σεμνῷ σεμνὸν θωκέοντα Hdt.2.173, cf. A.Ch.975, E.Supp.384, al.; σ. θάλος Ἀλκαϊδᾶν Pi.O.6.68; τὸ σχῆμα σεμνὸς κοὐ ταπεινός E.Fr.688; αἱ φαυλότεραι . . παρὰ τὰς σεμνὰς καθεδοῦνται beside the great ladies, Ar.Ec.617, cf. Isoc.3.42; οἱ σεμνότατοι ἐν ταῖς πόλεσιν Pl.Phdr.257d; ἄνθρωπος οὐ σ., i.e. a nobody, Ar.Fr.52D.; opp. χαῦνος, Pl.Sph.227b (Comp.); opp. κομψός, X.Oec.8.19; σεμνὸς οὐ προσώπου συναγωγαῖς ἀλλὰ βίου κατασκευαῖς Isoc.9.44: c. dat., revered by . ., σ. πόλει Riv.Fil.57.379 (Crete); also, worthy of respect, honourable, 1 Ep.Ti.3.8, 11, Ep.Phil. 4.8.    2 of human things, august, stately, majestic, θᾶκοι A.Ag. 519; ἱμάτια Ar.Pl.940, cf. Ra.1061 (Comp.); ταφή X.HG3.3.1; πράγματα, ἔργα, Ar.V.1472, Isoc.12.213; σεμνοτέραν τὴν πόλιν ποιῆσαι Is.5.45; οἰκία τοῦ γείτονος οὐδὲν σεμνοτέρα D.3.26, cf. 29; ψεύδεσι [τοῦ Ὁμήρου] σ. ἔπεστί τι Pi.N.7.22; λεγόντων . . περὶ αὐτοῦ σ. λόγους Hdt.7.6; of Tragedy, Pl.Grg.502b; of style, Arist.Po.1458a21, cf.Rh. 1404b8 (Comp.); of certain metres, ib.1408b32; ἐπὶ τὸ σ. μιμεῖσθαι to imitate it in its noble qualities, Pl.Lg.814e; σ. τι λέγειν, πράσσειν, Id.R.382b, E.Tr.447; σεμνὰ ἄττα μεμαθηκότας Pl.Ep.342a; οὐδὲν σ. nothing very wonderful, Arist.EN1146a15; so τί ἂν εἴη τὸ σ. (sc. τοῦ νοῦ); Id.Metaph.1074b18; worthy of respect, E.IA996; σεμνόν ἐστι, c. inf., 'tis a noble, fine thing to... Pl.Cra.392a, Isoc.Ep.9.5.    3 metaph., σ. βρῶμα a noble dish, Aristopho 7, cf. Archestr.Fr.20; σ. ὀσμή Mnesim.4.60, etc.    III in bad sense, proud, haughty, τὰ σέμν' ἔπη S.Aj.1107; σεμνότερος καὶ φοβερώτερος And.4.18; τὸ σ. haughty reserve, E.Hipp.93, cf. Med.216.    2 in contempt or irony, solemn, pompous, σ. καὶ ἅγιον Pl.Sph.249a; τί σεμνὸν καὶ πεφροντικὸς βλέπεις; look grave and solemn, E.Alc.773; τὸ σ. ἄγαν καὶ τραγικόν Arist.Rh.1406b7: very freq. in Com., ἀνελκτοῖς ὀφρύσι σεμνός Cratin. 355; ὡς σ. οὑπίτριπτος how grand the rascal is! Ar.Pl.275; ὡς σ. ὁ κατάρατος Id.Ra.178; λόγοι σ. Id.V.1175; σεμνὸς σεμνῶς χλανίδ' ἕλκων Ephipp.19.    IV Adv. -νῶς A.Supp.193, E.Ion 1133, Ar.V.585, etc.; ὥσπερ κοχλίας σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς, of Plato, Amphis 13; σεμνῶς κεκοσμημένος X.Cyr.6.1.6, etc.; περὶ εὐτελῶν σ. λέγειν Arist.Rh.1408a13: Comp. -ότερον X.Mem.3.5.20: Sup. -ότατα Plb.15.31.7.