χρυσόκολλος
English (LSJ)
ον,
A soldered or inlaid with gold, ἐκπώματα S.Fr.378; κώπη E.Fr.587; also χρῡσο-κόλλητος δίφρος Id.Ph.2, cf. Antiph.106.2, 237, Luc.Ind.29; ἅρματα Jul.Or.2.50d; cf. χρυσοδακτύλιος.
ον,
A soldered or inlaid with gold, ἐκπώματα S.Fr.378; κώπη E.Fr.587; also χρῡσο-κόλλητος δίφρος Id.Ph.2, cf. Antiph.106.2, 237, Luc.Ind.29; ἅρματα Jul.Or.2.50d; cf. χρυσοδακτύλιος.