κηροδομώ

From LSJ
Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek Monolingual

κηροδομῶ, -έω (Α)
(για τις μέλισσες) οικοδομώ με κερί, κατασκευάζω κηρήθρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -δομῶ (< δομώ < δόμος), πρβλ. λιθο-δομώ, οικο-δομώ].