ἄβατον
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
1 τό, abaton, sanctuary, adytum, Theopomp.Hist.313, IG4.952 (Epidaur.), etc.; = bidental, Διὸς καταιβάτου ἄβατον ib.2.1659b.
2 τό, abaton, a plant eaten pickled, Gal.6.623.
Greek Monolingual
ἄβατον, το (Α) βαίνω
τμήμα του ναού ή τόπος ιερός, όπου δεν επιτρεπόταν η είσοδος παρά μόνο στους ιερείς.
Wikipedia EN
An abaton is a sacred place, which is not accessible to most people; usually in reference to a monastery.