ἐξίπταμαι
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
English (LSJ)
later form of ἐκπέτομαι, Arist.Fr.346, LXX Pr.7.10, Plu.2.90c, Jul.Or.2.101a.
German (Pape)
[Seite 882] (s. ἵπταμαι), ausfliegen, ἐξίπτανται οἱ νεοσσοί Schol. Ar. Av. 769; Ath. IX, 389 b; – aor. ἐξέπτατ' οἴκων Eur. El. 944; s. übrigens ἐκπέταμαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 ἐξέπτατο;
s'envoler.
Étymologie: ἐξ, ἵπταμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξίπτᾰμαι: (3 л. sing. aor. 1 ἐξέπτατο, aor. 2 ἐξέπτη) вылетать, улетать Hes., Eur., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξίπταμαι: μεταγεν. τύπος τοῦ ἐκπέτομαι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 270, κτλ.
Greek Monolingual
ἐξίπταμαι (AM)
πετώ μακριά ή πετώ προς τα έξω («ἤ ποιεῖ νέων ἐξίπτασθαι καρδίας», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ίπταμαι «πετώ»].