κανονιέρα
From LSJ
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
Greek Monolingual
η
ναυτ. κανονιοφόρος, μικρό σκάφος εφοδιασμένο με πυροβόλα μικρού διαμετρήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. canonniere < canon (πρβλ. κανόνι [Ι]) + κατάλ. -iere].