διφθέρα
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
English (LSJ)
ἡ,
A prepared hide, piece of leather, Hdt.1.194; ἐκ διφθερέων πεποιημέναι κυνέαι Id.7.77; διφθέραι, opp. δέρρεις (hides), Th.2.75; of a drum, Hero Aut.20.4; esp. as writing-material, τὰς βύβλους διφθέρας καλέουσι ἀπὸ τοῦ παλαιοῦ οἱ Ἴωνες Hdt.5.58; διφθέραι μελαγγραφεῖς E.Fr.627; διφθέραι βασιλικαί, of Persian records, Ctes. ap. D.S.2.32; διφθέραι ἱεραί, at Carthage, Plu.2.942c; χαλκαῖ διφθέραι, ib. 297a, cf. Sch.Il.1.175: prov., ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις = you speak things older than the leather scroll Diogenian.3.2; used for bindings, διφθέρας περιβάλλειν (sc. βιβλίοις) Luc.Ind.16.
II anything made of leather, leather jerkin, Ar.Nu.72, Pl.Cri.53d, SIG 1259.6 (iv B. C.), Men.Epit.12, Luc. Tim.6,38, Arr.An.7.9.2, etc.; properly, of goatskin, opp. μηλωτή, Ammon.Diff.p.44 V.
2 wallet, bag, X.An.5.2.12, Lib.Or.58.5.
3 pl., skins used as tents, X.An. 1.5.10, Phylarch.41 J.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Morfología: [jón. plu. gen. διφθερέων Hdt.7.77]
I 1cuero, piel curtida περιτείνουσι τούτοισι διφθέρας στεγαστρίδας Hdt.1.194, προκαλύμματα εἶχε δέρσεις καὶ διφθέρας Th.2.75, cf. Ar.V.444, Thphr.Char.4.15, Plu.Ant.47, Hero Aut.20.4, Hsch., ἐκ διφθερέων πεποιημέναι κυνέαι Hdt.7.77, κυνῶν διφθέραι Plu.2.276f.
2 elaborado como objetos diversos: pelliza gener. de piel de cabra διφθέραν ἐνημμένος Ar.Nu.72, δ. Πανόπτου pelliza del que todo lo ve (Argos), Ar.Ec.80, διφθέρας ὡς εὐτελεστά<τα>ς καὶ μὴ σισυρωτάς SIG 1259.6 (Atenas IV a.C.), διφθέραι ἀδόκιμοι IG 22.1627.406 (IV a.C.), ἐν διφθέραις τοὺς πολλοὺς νέμοντας Arr.An.7.9.2, cf. Pl.Cri.53d, Men.Epit.53, 152, Luc.Tim.6, 38, Myro 2, Ammon.Diff.141
•funda de cuero διφθέρας περιβάλλειν (βιβλίοις) Luc.Ind.16, διφθέρα πορφυρᾶ Luc.Merc.Cond.41
•saco de cuero, zurrón λίθων ἔχειν μεστὰς τὰς διφθέρας X.An.5.2.12, cf. Lib.Or.58.5, Hsch.
•plu. pieles de cuero usadas como tienda X.An.1.5.10, διφθέραι ... ὑφ' αἷς ... ἐγυμνάζοντο Phylarch.41.
II como material para escribir
1 cuero, vitela, pergamino τὰς βύβλους διφθέρας καλέουσι ἀπὸ τοῦ παλαιοῦ οἱ Ἴωνες los jonios llaman desde antiguo a los libros vitelas Hdt.5.58, δ. μελεγγραφεῖς vitelas escritas E.Fr.627, cf. I.AI 3.271, IG 22.1121.29 (IV d.C.), POxy.3804.239 (VI d.C.), δ. βασιλικαί anales de cuero de los reyes persas Ctes.5, διφθέραι ἱεραί textos sagrados en cuero en Cartago, Plu.2.942c, prov. ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις Diogenian.1.3.2
•página de un códice de pergamino, Afric.Cest.1.2.155.
2 gener. soporte para la escritura χαλκαὶ δ. tablillas de bronce Socr.Arg.5.
• Diccionario Micénico: di-pte-ra.
• Etimología: Prob. rel. δέψω, c. cierre de ε en ι, quizá deriv. de un neutr. *δεφσταρ, como νέκταρ; cf. ἡμέρα frente a ἦμαρ.
German (Pape)
[Seite 644] ἡ (δέρω?), die abgezogene u. zubereitete Tierhaut, Fell, Leder; Plat. Crit. 53 d; Thuc. 2, 75 u. A. Nach Ammon. bes. von Ziegenfellen. Alles aus Fellen Gemachte; – a) eine Art rohes Pergaments, vor Erfindung des Papiers gebräuchlich, u. Bücher daraus, Her. 5, 58; αἱ βασιλικαὶ δ., die königlichen Urkunden, aus denen Ktesias schöpfte, D. Sic. 2, 32; χαλκαῖ δ. Plut. quaest. gr. 25; sprichwörtlich ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις, von Diogen. 3, 2 auf die διφθέρα des Zeus bezogen, von der es Zenob. 4, 11 heißt Ζεὺς κατεῖδε χρόνιος εἰς τὰς διφθέρας, denn Zeus verzeichnet alle Taten der Menschen, vgl. Schol. Il. 1, 175. – b) Kleider aus Fellen, wie sie Aermere, bes. Landleute trugen, Ar. Nubb. 72; Luc. Tim. 38; Ath. XIV, 657 d. – c) lederne Zeltdecken, Zelte, Ath. XII, 539 c; Xen. An. 1, 5, 10. 2, 4, 28, wo, wie Arr. An. 3, 29, 8, Schläuche zum Übersetzen über einen Fluß daraus gemacht werden. – d) lederne Ranzen, Xen. An. 5, 2, 12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. peau apprêtée;
II. tout objet en peau :
1 vêtement de peau (pour les gens de la campagne et les esclaves);
2 tente ou abri de cuir;
3 sac de cuir;
4 sorte de parchemin pour écrire ; au plur. αἱ διφθέραι papiers écrits ; p. ext. διφθέραι χαλκαῖ PLUT plaques de cuivre (pour graver des caractères d'écriture).
Étymologie: DELG δέψω.
Russian (Dvoretsky)
διφθέρα: ион. διφθέρη ἡ
1 (снятая и выделанная), кожа (διφθέραι αἰγέαι καὶ ὀϊέαι Her.; δέρρεις καὶ διφθέραι Thuc.);
2 шкура: διφθέραν ἐνημμένος Arph. одетый в (звериную) шкуру;
3 досл. кожа для письма, пергамент, перен. летопись, сочинение, книга (οἱ Ἴωνες τὰς βύβλους διφθέρας καλέουσι Her.; αἱ διφθέραι, ἐν αἷς οἱ Πέρσαι τὰς παλαιὰς πράξεις εἶχον συντεταγμένας Diod.);
4 перен. доска, таблица (ἐν διφθέραις χαλκαῖς γράψαι τι Plut.);
5 кожаный навес или шатер (διφθέρας ἔχειν στεγάσματα Xen.);
6 кожаный мешок (λίθων μεσταὶ αἱ διφθέραι Xen.; ἀναπτύσσειν τὴν διφθέραν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διφθέρα: ἡ, (δέφω) δέρμα κατειργασμένον, «πετζί», τεμάχιον δέρματος, Ἡρόδ. 1. 194 κ. ἀλλ.· διφθέραι ῥητῶς ἀντιτίθενται πρὸς τὰς δέρρεις (δοραὶ ἀκατέργαστοι καὶ μετὰ τῶν τριχῶν), Θουκ. 2. 75· -αἱ διφθέραι ἐχρησίμευον ὡς χάρτης διὰ γραφὴν κατὰ τοὺς ἀρχαίους χρόνους, πρὶν εἰσαχθῇ ὁ πάπυρος· καὶ τὸ ὄνομα διετηρήθη καὶ μετὰ τὴν μεταβολὴν τοῦ ὑλικοῦ, τὰς βύβλους διφθέρας καλέουσι ἀπὸ τοῦ παλαιοῦ οἱ Ἴωνες Ἡρόδ. 5. 58· δ. μελεγγραφεῖς Εὐρ. Ἀποσπ. 629· ὁ Κτησίας καλεῖ τὰ τῶν βασιλέων τῆς Περσίας χρονικά, δ. βασιλικάς, Διόδ. 2. 32· δ. ἱεραί, ἐν Καρχηδόνι, Πλούτ. 2. 942C· ἔτι δὲ καὶ χαλκαῖ δ., αὐτόθι 297A· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 175· παροιμ., ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις Παροιμιογρ.· περιβάλλειν βιβλία διφθέρᾳ Λουκ. Ἀπαιδ. 16. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι εἶνε κατεσκευασμένον ἐκ δερμάτων, δερμάτινον ἱμάτιον, οἷον ἐφόρουν οἱ χωρικοί, Ἀριστοφ. Νεφ. 72, Πλάτ. Κρίτωνι 53D, Λουκ. Τίμ. 6 καὶ 38, Ἀρρ. Ἀν. 7. 9, κτλ.· κυρίως ἐκ δερμάτων αἰγῶν κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μηλωτή, Ἀμμών. 2) πήρα, σάκκος, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 12. 3) κατὰ πληθ., δέρματα ἐν χρήσει ὡς σκηναί, Λατ. pelles, αὐτόθι 1. 5, 10, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 539C, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 77.
Greek Monolingual
η (AM διφθέρα)
1. δέρμα κατεργασμένο
2. κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιείται για γραφή
μσν.- νεοελλ.
φρ. «ἀπὸ διφθέρας ἀναγινώσκειν»
(για τους κληρικούς) προτροπή να διαβάζουν τις ευχές και να ψάλλουν κοιτάζοντας το κείμενο προς αποφυγή σφαλμάτων και παραλείψεων
νεοελλ.
λεπιδόπτερο της οικογένειας τών νυκτιιδών
αρχ.
1. οτιδήποτε φτιαγμένο από κατεργασμένο δέρμα
2. δέρμα κατσίκας σε αντίθεση με τη μηλωτή (δέρμα προβάτου)
3. επενδύτης, κάπα
4. σάκος δερμάτινος
5. στον πληθ. δέρματα που χρησίμευαν ως σκηνές
6. φρ. «διφθέραι χαλκαῖ» — χάλκινες δέλτοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διφθέρα συνδέθηκε με τα δέψω, δέφω (< διψτέρα) με κώφωση του -ε- σε -ι-. Δεν είναι γνωστός ο σχηματισμός της λέξεως. Πιθανό να πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. σε -ᾱ- ενός ουδετέρου σε -(τ)αρ (πρβλ. ίκταρ, νέκταρ κ.ά.) κατά το ημέρα, ήμαρ.
ΠΑΡ. αρχ. διφθερίας, διφθέρινος, διφθερίς, διφθερίτις, διφθερούμαι.
ΣΥΝΘ. αρχ. διφθεροπώλης
νεοελλ.
διφθεροποιός].
Greek Monotonic
διφθέρα: ἡ (δέφω),·
I. κατεργασμένο δέρμα, βαμμένο πετσί, κομμάτι δέρματος, σε Ηρόδ.· αντίθ. προς το δέρρις (ακατέργαστο και με τις τρίχες δέρμα), σε Θουκ.· οι διφθέραι χρησιμοποιούνταν ως γραφική ύλη στα αρχ. χρόνια, πριν εμφανισθεί ο πάπυρος, σε Ηρόδ.
II. 1. δερμάτινο ιμάτιο όπως αυτό που φορούσαν οι χωρικοί, σε Αριστοφ., Πλάτ.
2. πορτοφόλι, τσάντα, σε Ξεν.
3. στον πληθ., δέρματα που χρησιμοποιούνταν ως σκηνές, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: prepared skin, hide, leather, also leather objects (Ion.-Att.);
Dialectal forms: Myc. diptera (diptera₃) leather /diphthera/; dipteraporo /diphthera-phoros?/
Derivatives: Diminut. διφθέριον (Theognost.); διφθερίς = διφθέρα (AP); διφθέρωμα id. (Thd.;); διφθερίας man in leather jerkin, landmann etc. (Com.; Chantraine 93); f. διφθερῖτις (Poll.; Redard Les noms grecs en -της 114); διφθεράριος pergamentmaker (Edict. Diocl. Asin.); διφθέρινος made of δ., leather (X.). - Denomin. διφθερόομαι be dressed in hides (Str.). Note διψάρα δέλτος, οἱ δε διφθέρα H. (cf Schwyzer 326).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: To δέφω, δέψω (de Saussure MSL 7, 91). ε/ι is frequent in Pre-Greek (there was no phoneme e). δίψαρα shows typical Pre-Greek variation. Fur. 308, 326. - On Iranian LW [loanword] from διφθέρα, i.e. NPers. daftar office, s. Bailey, Trans. Phil. Soc. 1933, 50. From here Lat. littera, perhaps via Etruscan (cf. διφθεραλοιφός γραμματοδιδάσκαλος παρὰ Κυπρίοις Η.)
Middle Liddell
διφθέρα, ἡ, n n δέφω
I. a prepared hide, tanned skin, piece of leather, Hdt.; opp. to δέρρις (an undressed hide), Thuc.:— διφθέραι were used for writing-material in ancient times, before papyrus came in, Hdt.
II. a leather garment such as peasants wore, Ar., Plat.
2. a wallet, bag, Xen.
3. in plural skins used as tents, Xen.
Frisk Etymology German
διφθέρα: {diphthéra}
Grammar: f.
Meaning: zubereitete Haut, Fell, Leder, auch Ben. verschiedener lederner Gegenstände (ion. att.); διψάρα· δέλτος, οἱ δὲ διφθέρα H. (zum Lautlichen Schwyzer 326).
Derivative: Ableitungen. Deminutivum διφθέριον (Theognost.); διφθερίς = διφθέρα (AP; nach den Sekundärbildungen auf -ίς, Chantraine Formation 341ff.); διφθέρωμα ib. (Thd.; vgl. ἄσκωμα von ἀσκός und Chantraine 187); — διφθερίας Mann in Fell, Landmann (Kom., Luk.; Chantraine 93); f. διφθερῖτις (Poll.; Redard Les noms grecs en -της 114); διφθεράριος Pergamentmacher (Edict. Diocl. Asin.); — διφθέρινος ‘aus δ. gemacht, ledern’ (X., Str.). — Denominativum διφθερόομαι in Fell gekleidet werden (Str.).
Etymology: Zu δέφω, δέψω (de Saussure MSL 7, 91; Zweifel bei Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 2) mit ε für ι wie in ἱστίη usw. (Schwyzer 351 m. Lit.). Bildung unklar; vielleicht Erweiterung eines alten Neutrums auf -(τ)αρ (ἴκταρ, νέκταρ u. a.) wie ἡμέρα gegenüber ἦμαρ. — Über iranische LW aus διφθέρα, z. B. npers. daftar office, s. Bailey Trans. Phil. Soc. 1933, 50.
Page 1,400
English (Woodhouse)
dressed leather, garment of goat-skin
Mantoulidis Etymological
(=δέρμα κατεργασμένο). Ἀπό τό δέφω (=μαλακώνω κάτι μέ τήν τριβή).
Translations
wallet
Afrikaans: beursie, portemonnee; Albanian: portofol, badifokë, kuletë; Arabic: مِحْفَظَة; Egyptian Arabic: محفظة; Gulf Arabic: بوك; Hijazi Arabic: مِحْفَظَة; Moroccan Arabic: بزطام, بزطام; North Levantine Arabic: جِزدان; South Levantine Arabic: محفظة, جِزدان; Armenian: դրամապանակ; Aromanian: pungar; Assamese: মানিবেগ, ৱালেট; Asturian: cartera, billeteru, billetera; Basque: kartera; Bavarian: gödtåschn; Belarusian: папернік, кашалёк; Bengali: ওয়ালেট, মানিব্যাগ; Bulgarian: портфейл, портмоне; Burmese: ပိုက်ဆံအိတ်; Catalan: bitlletera, cartera; Chinese Cantonese: 銀包/银包, 荷包, 錢包/钱包, 錢袋/钱袋; Hakka: 錢包/钱包; Mandarin: 錢包/钱包, 皮夾/皮夹, 錢袋/钱袋; Min Nan: 荷包, 錢袋仔/钱袋仔, 錢包仔/钱包仔, 皮包仔, 錢橐仔/钱橐仔, 錢囊仔/钱囊仔; Czech: peněženka, portmonka; Danish: tegnebog, pengepung, pung, portemonnæ; Dutch: portemonnee, portefeuille, beurs; Dutch Low Saxon: knippe; Esperanto: monujo, biletujo; Estonian: rahatasku, rahakott; Faroese: mappa; Finnish: lompakko; French: portefeuille, portemonnaie; Galician: carteira, billeteira; Georgian: საფულე, ქისა; German: Portemonnaie, Portmonee, Brieftasche, Geldbeutel, Geldbörse, Börse; Greek: πορτοφόλι; Ancient Greek: ἀσκοπήρα, διφθέρα, διφθερίς, κίβισις, σαγή, σαγίς, φασκώλιον, φάσκωλον, φάσκωλος; Greenlandic: aningaasivik; Gujarati: આપનું વૉલેટ, પાકીટ; Hebrew: אַרְנָק; Hindi: बटुआ; Hungarian: pénztárca; Icelandic: veski, seðlaveski, budda; Ido: burso; Indonesian: dompet; Ingrian: bumažnikka; Irish: sparán, vallait; Italian: portafoglio, borsellino; Japanese: 財布, 札入れ; Kazakh: әмиян, шилан; Khmer: កាបូប, ក្របូប; Korean: 지갑(紙匣); Kurdish Northern Kurdish: cizdan; Kyrgyz: бумажник, намыян, капчык; Lao: ກະເປົາ, ກະເປົາເງິນ; Latgalian: kapšuks; Latin: pera; Latvian: maks, naudasmaks; Lithuanian: dėklas, piniginė; Lombard: portafòlh, portafœlh; Macedonian: паричник, портмоне; Malagasy: kitapom-batsy; Malay Jawi: دومڤيت; Rumi: dompet; Maltese: kartiera; Maori: wārete, kopa, pāhi, honae; Mongolian Cyrillic: түрийвч хэтэвч; Nepali: पर्स, पटुकी; Norwegian Bokmål: lommebok; Nynorsk: lommebok; Occitan: pòrtafuelha; Old English: scēatcodd; Oromo: korojoo; Pashto: امياني, بټوه; Persian Iranian Persian: کیفِ پول; Plautdietsch: Jelttausch; Polish: portfel, portmonetka; Portuguese: carteira; Romanian: portofel, portmoneu; Romansch: portafegl, portafigl, portafögl, bursa, buorsa; Russian: бумажник, кошелёк, портмоне; Scottish Gaelic: màileid, màileid-pòca; Serbo-Croatian: portafolj, portfelj; Cyrillic: новчаник, буђелар; Roman: novčanik, buđelar; Slovak: peňaženka, portmonka, náprsná taška; Slovene: denarnica; Spanish: cartera, billetera; Swahili: kipochi; Swedish: plånbok; Tagalog: pitaka, tampipi; Tajik: ҳамён; Telugu: పర్సులో; Thai: กระเป๋าสตางค์, กระเป๋าเงิน, กระเป๋าตังค์, กระเป๋าธนบัตร; Tibetan: སྦ་ཁུག, དངུལ་ཁུག; Turkish: cüzdan, portföy; Turkmen: gapjyk; Ukrainian: гаманець; Urdu: بَٹْوَا; Uyghur: قىلادان, پورتمال, پۇل قاپچۇقى, پۇلدان; Uzbek: yonchiq, hamyon, kartmon; Vietnamese: ví, bóp; Walloon: boûsse, poite-manoye, poite-foye; Welsh: gwaled; West Frisian: boekje; White Yiddish: בײַטל; Zhuang: ngaenzbau