πιλητικός

From LSJ
Revision as of 12:20, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "( " to "(")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιλητικός Medium diacritics: πιλητικός Low diacritics: πιλητικός Capitals: ΠΙΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pilētikós Transliteration B: pilētikos Transliteration C: pilitikos Beta Code: pilhtiko/s

English (LSJ)

πιλητική, πιλητικόν,
A of or for felt-making: ἡ πιλητική (sc. τέχνη) felter's art, Pl.Plt. 280c.
II of cold, contractive, Arist.Pr.909b18; π. δύναμις Gal. 11.711; τὸ πιλητικόν cj. for τὸ πλατικόν in Hp.Cord.8.

German (Pape)

[Seite 615] zum Krämpen, Filzen gehörig, dazu dienlich, ἡ πιλητική, sc. τέχνη, die Kunst des Filzers; Plat. Polit. 280 c; Arist. probl. 14, 8 u. Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιλητικός -ή -όν [πιλητός] voor vilt; subst. ἡ πιλητική (sc. τέχνη ) techniek om vilt te maken. Plat. Plt. 280c.

Russian (Dvoretsky)

πῑλητικός: сжимающий, уплотняющий (τὸ ψῦχος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πῑλητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πίλησιν, ἡ πιλητικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ πιλητοῦ, Πλάτ. Πολιτικ. 280C. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ ψύχους, συσταλτικός, Ἀριστ. Προβλ. 14. 8.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πιλητός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίληση
2. (για το ψύχος) εκείνος που προκαλεί συμπύκνωση
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιλητική
η τέχνη του πιλητή.