ἀμεγέθης
English (LSJ)
ἀμεγέθες,
A without magnitude, unextended, Arist.Metaph.1075b29, Plot.6.5.12, etc. Adv. ἀμεγεθῶς = non-spatially, Syrian. in Metaph. 85.15; non-quantitatively, Porph.Sent.34.
2 lacking in size, σύγκριμα τῶν μαστῶν Sor.1.88: metaph., without dignity, σύνθεσις D.H.Comp.18, Longin.34.4; of writers, 40.2.
Spanish (DGE)
-ες
• Morfología: [gen. plu. ἀμεγεθῶν Arist.Metaph.1075b29, pero ἀμεγέθων Plot.4.7.8]
I 1fil. que carece de magnitud o extensión, inmenso ἐξ ἀμεγέθους ὕλης Arist.GC 320b32, cf. 316a27, 320a31, Plot.6.5.12, σημεῖον Hero Def.1, τὸ ... ὄν Procl.Inst.86, ψυχή Plot.6.2.4, de Dios, Gr.Nyss.M.44.69B
•neutr. subst. objeto que carece de magnitud οὐ γὰρ κινεῖται τὸ ἀμέγεθες Arist.Ph.267a23, πῶς ἔσται ἐξ ἀμεγεθῶν μέγεθος ...; Arist.Metaph.1075b29, ἀμεγέθων ἀντιλήψεις percepciones de objetos que carecen de magnitud Plot.4.7.8
•pero τὸ ἀμέγεθες la infinitud, τῆς ἐμῆς θεότητος τὸ ἀμέγεθες = la infinitud de mi divinidad Didym.M.39.981B.
2 de escaso tamaño τὸ σύγκριμα τῶν μαστῶν Sor.66.18.
3 ret., fig. que carece de grandeza, que no tiene calidad literaria σύνθεσις D.H.Comp.73.16, cf. Longin.34.4, de escritores y poetas, Longin.40.2.
II adv. fil. sin extensión (τὸ αὐτὸ ὄν) σύνεστι γὰρ τῷ μεγέθει τοῦ κόσμου ... ἀμερῶς τε καὶ ἀ. Porph.Sent.34
•no espacialmente Syrian.in Metaph.85.15.
German (Pape)
[Seite 120] ες, nicht groß, D. Hal. C. V. 18; Longin.
Russian (Dvoretsky)
ἀμεγέθης: лишенный величины, не имеющий протяжения Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεγέθης: -ες, ἐλλιπὴς κατὰ τὸ μέγεθος, ὁ μὴ ἔχων μέγεθος, Ἀριστ. Μεταφ. 11. 10, 13 καὶ ἀλλ.· ὁ ἄνευ μεγαλοπρεπείας, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 134 Schäf.
Greek Monolingual
ἀμεγέθης, -ες (Α) μέγεθος
1. αυτός που δεν έχει μέγεθος
2. ο ελλιπής στο μέγεθος, μικρός
3. ευτελής, ασήμαντος.