ὀνομάζω

From LSJ
Revision as of 23:35, 8 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομάζω Medium diacritics: ὀνομάζω Low diacritics: ονομάζω Capitals: ΟΝΟΜΑΖΩ
Transliteration A: onomázō Transliteration B: onomazō Transliteration C: onomazo Beta Code: o)noma/zw

English (LSJ)

impf.

   A ὠνόμαζον A.Ag.682 (lyr.), etc. ; Ep. ὀν- Il.1.361, al. : fut. ὀνομάσω Pl.Cra.423d : aor. ὠνόμασα Od.24.339, etc.: pf. ὠνόμακα Pl.Sph.219b :—Pass., fut. -ασθήσομαι Gal.UP6.16, al. : aor. ὠνομάσθην and pf. ὠνόμασμαι, Th.1.96, 6.96, etc.; Ep. ὀνόμασται Parm.9.1, etc. ; 3pl. ὠνομάδαται D.C.37.16 :—Med., impf. ὠνομάζετο S.OT1021.—Aeol. or Dor. fut. 3sg. ὀνυμάξει (or -εῖ) Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene) : aor. ὀνύμαξε Pi.P.2.44 ; Med. fut. ὀνυμάξομαι ib.7.5 : pres. ὀνυμάζεται Metop. ap. Stob.3.1.116 : (ὄνομα) :—speak of by name, call or address by name, of persons, πατρόθεν ἐκ γενεῆς ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Il.10.68, cf. 22.415 and ὀνομακλήδην ; Πυθοδώρου... ὃν Ἀθηναῖοι οὐκ ὀνομάζουσιν X.HG2.3.1 (interpol.); τοῖς προγόνοις -αζομένοις ἀπομνημονεύεται ὁπόστος ἀφ' Ἡρακλέους ἐγένετο his descent . . is traced by naming his ancestors, Id.Ages.1.2.    2 of things, name, specify, περικλυτὰ δῶρ' ὀνόμαζον Il.18.449 ; but also, name or promise, opp. giving, εἰ μὲν . . μὴ δῶρα φέροι, τὰ δ' ὄπισθ' ὀνομάζοι 9.515 ; εἶναί τι ὀνομάζειν use the term 'being', Pl.Tht.160b, cf. 166c, 201d ; dedicate, τράπεζαν τῷ δαίμονι Theopomp.Hist.121 :—Pass., λόγοισι . . ὠνόμασται βραχέσι have been expressed, S.OC294.    II ὀ. τινά τι call one something, Pi.P.2.44, A.Ag.681 (lyr.), Hdt.4.6, Th.1.3, E.Hel. 1193 ; ὄνομα τί σε . . ὠνόμαζεν λεώς; Id.Heracl.87 (lyr.) :—rarely in Med., παῖδά μ' ὠνομάζετο called me his son, S.OT1021 :—Pass., ὄνομα δ' ὠνομάζετο Ἕλενος Id.Ph.605 ; τὴν αὑτῆς ἐπωνυμίαν ὀνομαζόμενον Pl.Phdr.238a ; ἀντὶ γὰρ φίλων καὶ ξένων, ἃ τότ' ὠνομάζοντο D.18.46.    b nominate, ὀνομασθεὶς εἰς δεκαπρωτείαν POxy.1257.1, cf. 1204.4 (iii A.D.).    2 εἶναι is freq. added pleon., τὰς ὀνομάζουσι εἶναι Ὑπερόχην καὶ . . whose names they say are Hyperoche and... Hdt.4.33 ; σοφιστὴν ὀνομάζουσιν τὸν ἄνδρα εἶναι Pl.Prt.311e, cf. R.428e (Pass.), X.Ap.13, etc. ; cf. καλέω 11.3 b.    III name or call with reference to, in accordance with, or after... τινὰ or τι ἐπί τινι Pl. R.493c :—Pass., ἐπί τινος Isoc.12.183 ; ἔκ τινος S.OT1036, X.Mem. 4.5.12 ; ὁ τῆς ἀρίστης μητρὸς ὠνομασμένος S.Tr.1105.    IV utter names or words, ἐς τρὶς ὀνομάσαι Σόλων Hdt.1.86 ; μάλα σεμνῶς ὀνομάζων D.18.35, cf. 122,21.158 :—Pass., φύσις ἐπὶ τοῖς ὀνομάζεται ἀνθρώποισι the name φύσις is given by men to those things, Emp. 8.4, cf. Parm.9.1 ; παρανομίαν ἐπὶ τοῖς μὴ ἀνάγκῃ κακοῖς ὀνομασθῆναι the name of transgression is applied . ., Th.4.98 ; ἀπὸ τούτου τοῦτο ὀνομάζεται (sc. οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ) hence this saying is used, Hdt.6.130.    V make famous, in Pass., οἱ ὠνομασμένοι persons of renown, v.l. for διωνομασμένοι in Isoc.20.19.—Cf. ὀνομαίνω.