τυραννικός
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
English (LSJ)
τυραννική, τυραννικόν,
A of a king, like a king, of a despotic ruler, for a despotic ruler, of or for a τύραννος, royal, αἷμα A.Ag.828; τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς Id.Ch.479; κράτος τυραννικόν S.OC373; λῆμα E.Med.348; δόμος, στέγαι, ib.740, Andr.882; κύκλος τυραννικός = the circle or assembly of kings, S.Aj. 749; τυραννικὸν θέαμα (in good sense) Phalar.Ep.122.1.
2 befitting a tyrant, despotic, τυραννικόν τοι πόλλ' ἐπίστασθαι λέγειν E.Fr.335; συμφοραὶ τυραννικαί = that befall a tyrant, Isoc.8.91; smacking of tyranny, τὸ σῦκον (sc. τὸ Λακωνικὸν) ἐχθρόν ἐστι καὶ τ. Ar.Fr.108 (troch.); φρονῶν τυραννικά Id.V.507 (troch.); ξυνωμοσία τυραννική in favour of tyranny, Th.6.60; νόμοι Pl.R. 338e; τι δρᾶσαι τῶν τ. ib.574b; μαθὼν ἀντὶ τοῦ βασιλικοῦ τὸ τυραννικόν X.Cyr.1.3.18; τὰ τυραννικά = the period of the tyrants, Arist.Pol.1303a38.
3 tyrannical, of persons, Pl.R. 574c, Phdr.248e, etc.; Sup. τυραννικώτατος Id.R.575d, 580c; fit for tyrannical government, οἱ τυραννικοί, opp. οἱ δημοτικοί, X.HG2.3.49; τυραννικὸν [δίκαιον] οὐκ ἔστι κατὰ φύσιν Arist.Pol.1287b39.
II Adv. τυραννικῶς, ζῆν Pl.R. 575a; opp. βασιλικῶς, Isoc.5.154; opp. πολιτικῶς, Arist.Ath.16.2: Comp. τυραννικώτερον Id.Pol.1313a2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. de souverain, d'où
1 qui se compose de souverains : κύκλος τυραννικός SOPH cercle ou assemblée de souverains;
2 qui concerne un souverain, de roi, royal (demeure, pouvoir, etc.);
II. de tyran :
1 despotique, tyrannique : τὸ τυραννικόν XÉN les habitudes de la tyrannie;
2 qui concerne la tyrannie : τυραννικὴ ξυνωμοσία THC conjuration en faveur de la tyrannie;
Sp. τυραννικώτατος.
Étymologie: τύραννος.
German (Pape)
zum Tyrannen, unbeschränkten Herrscher gehörig, ihn betreffend, ihm eigen, tyrannisch, despotisch, auch überhaupt königlich; ἄδην ἔλειξεν αἵματος τυραννικοῦ, Aesch. Ag. 802; τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς θανών, Ch. 472; δόμος, Eur. Med. 740; στέγαι, Andr. 883, und öfter; τυραννικὰ φρονεῖν, Ar. Vesp. 507; ὁ τυραννικὸς ἀνήρ, βίος, Plat. Phaedr. 248e, und öfter; ἐπίταγμα, Legg. IV.722e; τυραννικώτατος φύσει ὤν, Rep. IX.576b; καὶ κακοῦργος, Xen. Mem. 1.2.56.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυραννικός -ή -όν [τύραννος] behorend bij de tyrannos, alleenheersers-; subst. οἱ τυραννικοί = aanhangers van de alleenheerschappij; τὸ τυραννικόν = alleenheersersgedrag.
Russian (Dvoretsky)
τῠραννικός:
1 принадлежащий тиранну (δόμος Eur.);
2 присущий тиранну: τρόποις τυραννικοῖς Aesch. как пристало тиранну;
3 тираннический, самовластный (νόμος Plat.);
4 обладающий властью тиранна (ἀνήρ Plat.);
5 стремящийся к установлению тираннии (ξυνωμοσία Thuc.). - см. тж. τυραννικά и τυραννικόν.
II ὁ приближенный тиранна Luc.
Greek (Liddell-Scott)
τῠραννικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τύραννον, βασιλικός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 828· τρόποισιν οὐ τυρραννικοῖς ὁ αὐτ. ἐν Χο. 479· τ. κράτος Σοφ. Ο. Κ. 373· λῆμα Εὐρ. Μήδ. 348· δόμος, στέγαι αὐτόθι 740, κλπ.· κύκλος τ., ὁ κύκλος ἢ τὸ συνέδριον βασιλέων, Σοφ. Αἴ. 749. 2) ὁ ἁρμόζων εἰς τύραννον, δεσποτικός, βασιλικός, τυραννικόν τι πόλλ’ ἐπίστασθαι λέγειν Εὐρ. Ἀποσπ. 348· συμφοραὶ τ., αἱ συμβαίνουσαι εἰς τύραννον, Ἰσοκρ. 177C· ὁ ὄζων τυραννίδος, τὸ σῦκον (ἐξυπακ. τὸ Λακωνικὸν) ἐχθρόν ἐστι καὶ τυραν. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 164· τυραννικὰ φρονεῖν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 507· τ. ξυνωμοσία, ὑπὲρ τῶν τυράννων γενομένη Θουκ. 6. 60· νόμνς Πλάτ. Πολ. 338Ε· ἐναντίον τοῦ δημοτικός, Ξεν. Ἑλλ. 2.3, 49· δρᾶσαί τι τῶν τ. Πλάτ. Πολ. 574Β· μαθὼν ἀντὶ τοῦ βασιλικοῦ τὸ τ. Ξεν. Κύρ. 1. 3, 18· τὰ τυραννικά, οἱ χρόνοι τῆς δεσποτικῆς κυβερνήσεως, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 13. 3) ὁ φερόμενος ὡς τύραννος, ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 574C, Φαῖδρ. 248Ε, κλπ.· οὕτως ἐν τῷ ὑπερθετ. τυραννικώτατος, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 575D, 580C· ἐπιτήδειος πρὸς τυραννικὴν κυβέρνησιν, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 17, 1. ΙΙ. ἐπίρρ. -κῶς, Ἰσοκρ. 113C, Πλάτ. Πολ. 574Ε· συγκρ. -ώτερον, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 36.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τυραννικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τύραννος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τύραννο (α. «τυραννικό πολίτευμα» β. «ἐπὶ τήν τυραννικὴν οἰκίαν», Δημοσθ.)
2. αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε τύραννο (α. «τυραννική διοίκηση» β. «τυραννικὸν ἐπίταγμα», Πλάτ.)
3. (γενικά) απολυταρχικός, δεσποτικός (α. «τυραννική συμπεριφορά» β. «ἄδικος μὲν ἀνὴρ και τυραννικός», Πλούτ.)
4. μτφ. καταπιεστικός, βασανιστικός (α. «τυραννική αρρώστια» β. «πολέμων ἁπάντων ὁ τυραννικώτατος», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ τυραννικός
α) οπαδός τυραννίδας
β) αυτός που πρόσκειται στους τυράννους
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ τυραννικά
οι χρόνοι της διακυβέρνησης τυράννου.
επίρρ...
τυραννικώς / τυραννικῶς ΝΜΑ, και τυραννικά Ν
1. κατά τρόπο τυραννικό, δεσποτικά, απολυταρχικά, καταπιεστικά (α. «φέρεται τυραννικά» β. «ἢν βασιλικῶς ἀλλα μὴ τυραννικῶς αὐτῶν ἐπιστατῇς», Ισοκρ.)
2. βασανιστικά.
Greek Monotonic
τῠραννικός: -ή, -όν (τύραννος)·
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε δεσποτικό άρχοντα, βασιλικός, σε Τραγ.· κύκλος τυραννικός, ο κύκλος ή το συνέδριο βασιλέων, σε Σοφ.
2. αυτός που αρμόζει σε τύραννο, δεσποτικός, βασιλικός, τυραννικὰ φρονεῖν, σε Αριστοφ.· τυραννικὴ ξυνωμοσία, συνωμοσία που γίνεται υπέρ των τυράννων, σε Θουκ.· τὰ τυραννικά, οι χρόνοι διακυβέρνησης της δεσποτικής εξουσίας, σε Αριστ.· επίρρ. τυραννικῶς, σε Πλάτ.· συγκρ. τυραννικώτερον, σε Αριστ.
Middle Liddell
τῠραννικός, ή, όν τύραννος
1. of or for a despotic ruler, royal, princely, Trag.; κύκλος τ. the circle or assembly of kings, Soph.
2. befitting a tyrant, despotic, imperious, τυραννικὰ φρονεῖν Ar.; τ. ξυνωμοσία in favour of tyranny, Thuc.; τὰ τυραννικά the times of despotic government, Arist.:—adv. -κῶς, Plat.; comp. -ώτερον, Arist.
English (Woodhouse)
Translations
royal
Albanian: mbretëror; Arabic: مَلَكِيّ, قَيْصَرِيّ; Aragonese: reyal; Armenian: արքայական, թագավորական; Aromanian: vãsilchescu; Azerbaijani: kral; Basque: erregeren, errege-; Belarusian: каралеўскі, царскі; Bulgarian: кралски, царски; Catalan: reial; Chinese Mandarin: 王室的, 王的; Czech: královský; Danish: royal, kongelig; Dutch: koninklijk; Esperanto: reĝa; Estonian: kuninglik; Extremaduran: rial; Faroese: kongligur, kongaligur, konguligur; Finnish: kuninkaallinen; French: royal, royale; Georgian: მეფის, მეფური, სამეფო; German: königlich; Gothic: 𐍂𐌴𐌹𐌺𐌴𐌹𐍃; Greek: βασιλικός; Ancient Greek: βασιλικός; Hebrew: מַלְכוּתִי; Hungarian: királyi; Icelandic: konunglegur; Ido: rejala; Indonesian: diraja; Irish: ríoga; Italian: reale, regale; Japanese: 王の, 王室の; Kazakh: корольдық; Khmer: រាជ; Korean: 왕실의, 왕의; Latin: regius, regalis; Latvian: karalisks, ķēnišķīgs; Leonese: reyal; Lithuanian: karališkas; Macedonian: кралски, царски; Malay: diraja; Malayalam: രാജകീയ; Middle English: royal; Norman: rouoya; Norwegian Bokmål: kongelig; Nynorsk: kongeleg; Old English: cyne-, cynelīċ; Old French: roial; Old Occitan: reial; Persian: شایگان, شاهانه, سلطنتی; Polish: królewski; Portuguese: real; Romanian: regal, regală; Russian: королевский, царский; Sanskrit: राज्य; Scottish Gaelic: rìoghail; Serbo-Croatian Cyrillic: краљевскӣ, ца̑рскӣ; Roman: králjevskī, cȃrskī; Slovak: kráľovský; Slovene: kraljev, knežji; Spanish: real; Swedish: kunglig; Tajik: шоҳӣ, подшоҳӣ, шоҳона; Thai: ราช; Turkish: kraliyet; Ukrainian: королі́вський, царський; Uzbek: qirol, podsho; Vietnamese: hoàng gia, quí tộc; Volapük: regik, hiregik, jiregik; Welsh: brenhinol; Yiddish: קעניגלעך
despotic
Bulgarian: деспотичен; Catalan: despòtic; Czech: despotický; Danish: despotisk; Esperanto: despota; Finnish: itsevaltainen, despoottinen; French: despotique; German: despotisch; Greek Ancient: δεσποτικός; Hungarian: zsarnoki, despotikus; Neapolitan: dispoteco; Polish: despotyczny; Portuguese: despótico; Romanian: despotic; Russian: деспотический, деспотичный; Scottish Gaelic: aintighearnail; Spanish: despótico
tyrannical
Arabic: ظَالِم, غَاشِم; Catalan: tirànic; Czech: tyranský; Dutch: tiranniek; Finnish: tyrannimainen; French: tyrannique; German: tyrannisch; Greek Ancient: τυραννικός; Greek: τυραννικός; Hungarian: kegyetlen, zsarnoki; Irish: ansmachtúil, aintiarnúil, tíoránta, anlathach; Japanese: 横暴な; Latin: imperiosus; Maori: ngarengare; Middle English: tyrauntly; Polish: tyrański; Portuguese: tirano, tirânico; Romanian: opresiv, tiranic, despotic; Russian: тиранический, деспотичный; Spanish: tiránico, tirano, de ordeno y mando; Swedish: tyrannisk; Volapük: tirenik, tirenanik, hitirenanik, jitirenanik