κακόσχολος

Revision as of 10:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

κακόσχολον, (σχολή)
A mischievous, frivolous, Arr.Epict.2.19.15; κακόσχολε naughty! AP5.103 (Marc.Arg.). Adv. κακοσχόλως, οἰκονομεῖν = act with frivolous delay, Ptol.Philad. ap. Aristeam 24; frivolously, προσφιλονεικεῖν, ἐγκαλεῖν, Simp.in Cat.67.15, in Ph.433.7; τὰ καλῶς λεγόμενα κακοσχόλως ἐκδεχόμενον ἀδόκιμα δεικνύναι Id.in Cat.7.27; also, = κακεμφάτως, Tryph.Trop.p.193S., EM634.6, Sch.Ar.Ach.397, Eust.1638.17.
II Act., κ. πνοαί winds that enforce harmful idleness, A.Ag.193 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1304] der seine Muße schlecht anwendet, dummes Zeug macht, Arr. Ep. 2, 19, 15. – Bei Aesch. Ag. 186 sind πνοαὶ κακόσχολοι die bösen Verzug bewirken. – Saumselig, träg, M. Arg. 3 (V, 104). – Adv., Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui emploie mal son temps;
2 qui cause un retard funeste.
Étymologie: κακός, σχολή.

Greek Monolingual

κακόσχολος, -ον (Α)
1. αυτός που σπαταλά τον χρόνο της σχόλης του κακώς
2. (κλητ. εν. αρσ.) κακόσχολε
μηδαμινέ
3. φρ. «κακόσχολοι πνοαί» — άνεμοι που ενισχύουν την τεμπελιά, τη ραθυμία
4. ράθυμος, οκνηρός, τεμπέλης.
επίρρ...
κακοσχόλως (Α)
1. χωρίς σύνεση, επιπόλαια, με αφροσύνη
2. αισχρά, κακέμφατα, με άσεμνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -σχολος (< σχολή «αργία, απραξία»), πρβλ. αυτόσχολος].

Greek Monotonic

κᾰκόσχολος: -ον (σχολή),·
I. αυτός που ξοδεύει ανώφελα την αργία του, που δαπανά την ανάπαυλά του άσκοπα, οκνηρός, τεμπέλης, σε Ανθ.
II. Ενεργ., κ. πνοαί, άνεμοι που οδηγούν τους άντρες σε οκνηρία, σε αργία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόσχολος:
1 плохо использующий свое время, т. е. праздный, ленивый Anth.;
2 вынуждающий к тяжелой бездеятельности: πνοαὶ κακόσχολοι Aesch. ветры, обрекающие на томительное ожидание, т. е. мешающие отплытию.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόσχολος -ον [κακός, σχολή] oponthoud veroorzakend:. πνοιαί... κακόσχολοι stormen die voor oponthoud zorgen Aeschl. Ag. 193.

Middle Liddell

κᾰκό-σχολος, ον σχολή
I. using one's leisure ill, indolent, lazy, Anth.
II. act., κ. πνοαί winds that wear men out in idleness, Aesch.