ἀσκός

From LSJ
Revision as of 06:17, 15 October 2024 by Spiros (talk | contribs)

Άνδρα μοι ἒννεπε, Μούσα, πολὺτροπον, ... → Tell me, o Muse, of that ingenious hero, ... (Homer's Odyssey)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκός Medium diacritics: ἀσκός Low diacritics: ασκός Capitals: ΑΣΚΟΣ
Transliteration A: askós Transliteration B: askos Transliteration C: askos Beta Code: a)sko/s

English (LSJ)

ὁ,
A skin, hide, PFay.121.9 (i/ii A. D.); but usually, skin made into a bag, esp. wineskin, οἶνον . . ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Il.3.247, Od.6.78; ἀσκὸν . . μέλανος οἴνοιο 5.265, 9.196; ἀσκὸς βοός, of the bag in which Aeolus bottled up the winds, Od.10.19, cf. 45,57; ἀσκοὺς καμήλων skins of camel's hide, Hdt.3.9; ἀσκὸς Μαρσύεω = bag made from the skin of Marsyas, Id.7.26; ἀσκὸς ἀφύσητος Hp.Art.47; εἴ μοι ἡ δορὰ μὴ εἰς ἀσκὸν τελευτήσει ὥσπερ ἡ Μαρσύου Pl.Euthd.285c; ἀσκοῖς καὶ θυλάκοις X.An.6.4.23, cf. Th.4.26; ἀσκοὶ πεφυσαμένοι, of mankind, Epich. 246; ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί = oh men, wineskins full of empty opinion Timo ΙΙ; ἀσκός, of the human skin, Ph.2.462.
2 paunch, belly, Archil.72; in oracular language, E.Med.679, Plu.Thes.3.
3 bellows, Plb.21.28.15, Ath.10.456d.
4 bagpipes, Gal.4.459.
5 prov., wineskin, of a toper, Antiph.19: prov., ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι = this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack Alex.85; "ἀσκός, πέλεκυς" in a child's game, Thphr.Char.5.5; ἀσκὸν δείρειν = flay alive, hence, abuse, maltreat, Ar.Nu.442:—Pass., ἀσκὸς δεδάρθαι = to have one's skin flayed off Sol.33.7.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I 1odre, pellejo de diversos animales αἰγείῳ Il.3.247, Od.6.78, cf. 9.126, βοός Od.10.19, καμήλων Hdt.3.9, ὄνειον Plb.8.21.3, gener., Th.4.26
de piel humana Μαρσύεω ἀσκός Hdt.7.26, cf. Aristid.Quint.90.21, ἀσκὸς ... δεδάρθαι Sol.23.7, τοὐμὸν σῶμ' αὐτοῖσιν παρέχω ... ἀσκὸν δείρειν Ar.Nu.442, εἴ μοι ἡ δορὰ μὴ εἰς ἀσκὸν τελευτήσει Pl.Euthd.285d, cf. Eust.1645.61
como símbolo del cuerpo ἀσκοὶ πεφυσαμένοι Epich.228, cf. Ph.2.152, σῶμα οὐδ' ὡς ἀ. Porph.Sent.28
en el prov. πτίσσε τὸν Ἀναξάρχου ἀσκόν oponiendo el cuerpo al alma del filósofo, Ph.2.462
usado para líquidos diversos οἴνοιο Od.5.265, Hdt.1.214, 2.121δ, E.Cyc.145, 147, 525, LXX 1Re.10.3, D.C.78.1.3
ὕδατος Hdt.3.9, LXX Ge.21.14, 15, 19, cf. ὑδρία Hsch., τοῦ γάλακτος LXX Id.4.19
mit. τῶν ἀνέμων Plb.34.2.11
usado por nadadores como flotador, X.An.3.5.9, Lyc.75, como funda para arrojar un cadáver al agua, Theopomp.Hist.96B
en medic. para aplicar calor ὕδωρ θερμὸν ἐν ἀσκῷ Hp.Acut.21, Mul.1.61, cf. Nat.Puer.25.3, para reducir luxaciones, Hp.Art.47
milit. como defensa ἀσκοὺς ... πεφυσημένους ἢ πεπληρωμένους τινῶν Aen.Tact.32.3
usos gener., Ar.Ach.549, E.Cyc.161, X.An.6.4.23
fig. de obesos y borrachos ἀσκὸς ἐγένεθ' ἡ κόρη οἴνου πλέως Ar.Th.733, δι' οἰνοφλυγίαν καὶ πάχος ... ἀσκὸν καλοῦσι Antiph.19, cf. Ar.Ach.1002, Alex.85.4.
2 vientre, barriga, pellejo πεσεῖν ... ἐπ' ἀσκὸν Archil.205, ἡ δὲ γαστήρ μου ... ὥσπερ ἀ. LXX Ib.32.19
esp. del orác. délf. sobre la abstinencia sexual del varón ἀσκοῦ με τὸν προύχοντα μὴ λῦσαι πόδα no abrir el cuello que sobresale del odre c. doble sent., E.Med.679, cf. Orác. en Plu.Thes.3, Paus.1.20.7
de un juego que no conocemos (el «ἀσκολιασμός»?) «ἀσκός, πέλεκυς», τὰ δὲ ἐπὶ τῆς γαστρὸς ἐᾶν καθεύδειν Thphr.Char.5.5
prov. ἀσκῷ φλαυρίζεις Diogenian.1.2.100; οὐδενὶ ἐπιπλήττῃ, τῇ σκιᾷ μορμύσσῃ, τουτέστιν κενὸς δὲ νοῦς κενώματι ἢ φλυαρεῖς, Hsch.
II objetos diversos
1 fuelle ἀσκόν, ᾧπερ οἱ χαλκεῖς χρῶνται Plb.21.28.15, cf. Ath.456d, Hsch.H.Hom.7.1.3.
2 gaita τοὺς ἀσκοὺς ἐμφυσῶντες Gal.4.459, cf. αὐλεῖν τῷ τε στόματι καὶ ταῖς μασχάλαις ἀσκὸν ὑποβάλλοντα D.Chr.71.9.
3 sent. dud., quizá correa de sandalia PLond.402ue.10 (II a.C.).
• Etimología: Dud. Algunos lo derivan de *H2ed-k- en el sent. de ‘envolver’, ‘cubrir’, cf. ai. átka-, av. adka- ‘abrigo’, het. ḫatkacerrar’, donde -σκ- < -tk-. Otros de *ἀγσ-κος ‘piel de cabra’, cf. ai. ajá-, tb. rel. por otros c. beoc. Ϝασκώνδας de *Ϝασ- ‘piel desollada’, pero la Ϝ- inicial no está confirmada.

German (Pape)

[Seite 372] ὁ, 1) lederner Schlauch; bei Hom. zum Fortschaffen von Wein u. Wasser: ἐν δ' οἶνον ἔχευεν ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Od. 6, 78, aus Ziegenleder; αἴγεον ἀσκὸν οἴνοιο 9, 196, vgl. 212; φέρον οἶνον, ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Iliad. 3, 247; ἐν δέ οἱ ἀσκὸν ἔθηκε οἴνοιο τὸν ἕτερον, ἕτερον δ' ὕδατος μέγαν Od. 5, 265; von Rindsleder ist der Schlauch des Äolus, δῶκέ μοι ἐκδείρας ἀσκὸν βοὸς ἐννεώροιο Od. 10, 19, vgl. 45. 47. So auch Ar. u. Sp. – 2) Uebh. eine abgezogene Tierhaut, Her. 3, 9; die abgezogene Haut des Marsyas, 5, 26; ἀσκὸν δέρειν Ar. Nubb. 441, die Haut abziehen, u. übertr., das Fell über die Ohren ziehen; ἀσκὸς δεδάρθαι, sich schinden lassen, Sol. fr bei Plut. Sol. 14; vgl. Plat. Euthyd. 285 d. – 3) Spottname eines Menschen, δι' οἰνοφλυγίαν καὶ πάχος τοῦ σώματος Antiphan. bei Ath. XII, 552 f.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 peau d'une bête écorchée;
2 outre;
NT: poche en cuir.
Étymologie: DELG ? -- Babiniotis cf. skr. átka « vêtement, enveloppe ».

Russian (Dvoretsky)

ἀσκός:
1 содранная кожа или шкура Hom., Her., Plat., Plut.: ἀσκὸν δέρειν τινά Arph. сдирать с кого-л. шкуру;
2 кожаный мех, бурдюк Hom., Thuc., Xen., Arst.: ἀσκοῦ τὸν προύχοντα μὴ λῦσαι πόδα погов. Eur., Plut. невступать ни с кем в связь, т. е. не задерживаться на своем пути;
3 кузнечный мех (ἀ. οἵῳ χαλκεῖς χρῶνται Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκός: ὁ, ὁ ἀσκός, κοινῶς «ἀσκί», Τουρκ. «τουλοῦμι», οἶνον εΰφρονα… ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Ἰλ. Γ. 247, Ὀδ. Ζ. 78· ἀσκὸν… μέλανος οἴνοιο Ε. 265., Ι. 196· πρβλ. ποδεὼν ΙΙ, ἀσκωλιάζω: ― ἀσκὸς βοός, ὁ ἀσκὸς ἐν ᾧ ὁ Αἴολος κατεῖχε τοὺς ἀνέμους, Ὀδ. Κ. 19, πρβλ. 45. 47· ἀσκοὺς καμήλων, κατεσκευασμένους ἐκ δέρματος καμήλων, Ἡρόδ. 3. 9· ὁ τοῦ Σιληνοῦ Μαρσύεω ἀσκὸς ἐν τῇ πόλι ἀνακρέμαται ὁ αὐτ. 7. 26· εἴ μοι ἡ δορὰ μὴ εἰς ἀσκὸν τελευτήσει ὥσπερ ἡ Μαρσύου Πλάτ. Εὐθύδ. 285C· τοῖς ἀσκοῖς καὶ θυλάκοις Ξεν. Ἀν. 6. 4, 23, πρβλ. Θουκ. 4. 26. 2) μεταφ., ἡ κοιλία, ἀσκοῦ με τὸν προὔχοντα μὴ λῦσαι πόδα, «ἀσκοῦ οὖν τῆς γαστρός, πόδα δὲ τὸ μόριον» (Σχόλ.), Εὐρ. Μήδ. 679· ἐπὶ ἀσκοῦ ὅν μετεχειρίζοντο τὸ πάλαι οἱ ἰατροὶ πρὸς θεραπείαν τῶν ἐχόντων ὕβωμα εἰς τὴν ῥάχιν, κἄπειτα αὐλὸν ἐκ χαλκείου ἐς τὸν ἀσκὸν ἐνιέντα φυσᾶν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814. 3) καθόλου, ἡ γαστήρ, Ἀρχίλ. 67. 4) παροιμ. χρήσεις· ἐπὶ μεθύσου, τοῦτον οὖν δι’ οἰνοφλυγίαν καὶ πάχος τοῦ σώματος ἀσκὸν καλοῦσι πάντες οὑπιχώριοι Ἀντιφάν. ἐν «Αἰόλῳ» 2· πρβλ. Ἄλεξ. ἐν «Ἡσιόνῃ» 1· παιγνιῶδες ὄνομα διὰ παιδίον, καὶ τοῖς μὲν συμπαίζειν αὐτὸς λέγων «ἀσκός, πέλεκυς» Θεοφρ. Χαρ. 5, ἴδε ἐν λ. πέλεκυς· ― οὕτως, ἀσκὸν δείρειν, ἐκδέρειν ζῶντα, αἰκίζειν, κακοποιεῖν τινα, Ἀριστοφ. Νεφ. 441· καὶ ἐν τῷ παθ., ἀσκὸς δεδάρθαι Σόλων 25. 7. (Ἡ ῥίζα ἀβέβαιος.)

English (Autenrieth)

leather bottle, usually a goat skin (see cut, after a Pompeian painting), Il. 3.247; βοός, a skin to confine winds, Od. 10.19.

English (Slater)

ἀσκός skin bag ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις *fr. 104b. 4.*

English (Strong)

from the same as ἀσκέω; a leather (or skin) bag used as a bottle.

English (Thayer)

ἀσκοῦ, ὁ, a leather bag or bottle, in which water or wine was kept: Homer down; the Sept.) (BB. DD. under the word Bottle>; Tristram, Nat. Hist. of the Bible, p. 92.)

Greek Monolingual

ο (AM ἀσκός)
1. σάκος από δέρμα ζώου
2. μτφ. ο περήφανος, ο φαντασμένος
αρχ.
1. το φυσερό
2. η κοιλιά
3. φρ. «ἀσκὸν δείρειν», «ἀσκὸς δεδάρθαι» — γδέρνω κάποιον ζωντανό ή τον κακοποιώ βάναυσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός της λ. με αρχ. ινδ. άtkα- «ενδυμασία, περιβολή», αβεστ. aδka-προσκρούει στη φωνητική δυσκολία tk > σκ, ενώ κατ' άλλη άποψη ο τ. ασκός προέρχεται από ΙΕ. 2d-ek- / 2d-ek- (όπου το 2 αντιπροσωπεύεται στην Ελληνική μεν με το α- στη Χεττιτική δε με το h- στον τ. hatk-). Η σύνδεση της λ. με το βοιωτικό κύριο όνομα Fασκώνδας, που ανάγεται σε τ. Fαρσκός (πρβλ. αρχ. ινδ. pra-vraska- «τομή») δεν είναι ικανοποιητική λόγω της απουσίας του F στον ομηρικό ήδη τ. ασκός. Επίσης, οι περαιτέρω συσχετισμοί της λ. με το ρ. ασκέω (-ώ) ή με το νάκος «δέρμα» (πρβλ. αγγλοσαξ. noesc «δέρμα») ή με το αγ-σκός (πρβλ. αρχ. ινδ. aja-) φαίνονται αβάσιμοι. Η λ. ασκός αρχικά δηλώνει «το δέρμα γδαρμένου ζώου», σημασία από την οποία προέκυψαν οι έννοιες «τουλούμι, ασκός για κρασί» και «φυσερό» (Όμηρος, Ιων.-Αττική), ενώ συχνά απαντά με μεταφορική χρήση για να χαρακτηρίσει «τον μέθυσο» ή «την κοιλιά».
ΠΑΡ. ασκί (-ίον), ασκίτης
αρχ.
ασκίδιον, άσκωμα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ασκοδέτης, ασκοδορώ, ασκοθύλακος, ασκοπήρα, ασκοπυτίνη, ασκοφόρος
(μσν.νεοελλ.) ασκοδάβλα].

Greek Monotonic

ἀσκός: ὁ,
1. δερμάτινος σάκος, ασκί, τουλούμι, ασκί με κρασί, σε Όμηρ.· ἀσκὸς βοός, ασκός, σάκος μέσα στον οποίο ο Αίολος είχε τους ανέμους κλεισμένους, σε Ομήρ. Οδ.· ἀσκὸς Μαρσυέω, ασκός κατασκευασμένος από το δέρμα του Μαρσύα, σε Ηρόδ.· κοιλιά, σε Ευρ.
2. παροιμ. χρήση, ἀσκὸν δείρειν τινα, γδέρνω κάποιον ζωντανό, κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ, σε Αριστοφ.· ἀσκὸς δεδάρθαι, σε Σόλων.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: animal skin, hide, mostly bag made of it (Il.).
Dialectal forms: ῝᾽ἀκκόρ· ἀσκός, Λάκωνες. H.
Derivatives: ἀσκίτης (sc. ὕδρωψ) m. dropsy, patient with this illness (Epicur.); ἄσκωμα leather padding of the hole which served for the rowlock (Ar.). Denom. verb ἀσκώσατο ἠχθέσθη H. (Koukoules Ἀρχ. Ἐφ. 27, 61ff.). S. on ἀσκώλια.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. See Kretschmer Glotta 15, 197; Specht KZ 66, 220 (Skt. átka- garment. - Note Ϝασκώνδας Boeot. PN; but there is no trace of Ϝ- in Homer. Cf. Kretschmer Glotta 9, 21 5f. Thieme, Heimat 579 (*ἀγ-sko-, from goat); Mayrhofer Gedenkschrift Kretschmer 2, 36-39 (*Ϝαρσκο- with Skt. pra-vraska- cut; Taillardat, Rev. Et.Gr. 73 (1960) 13. (Not to φάσκωλος, Fur. 241.)

Middle Liddell

1. a leather-bag, a wine-skin, Hom.; ἀσκὸς βοός the bag of ox-skin in which Aeolus bottled up the winds, Od.; ἀσκὸς Μαρσυέω a bag made of the skin of Marsyas, Hdt.:— a bladder, Eur.
2. proverb. usage, ἀσκὸν δείρειν τινά to flay one alive, maltreat wantonly, Ar.; ἀσκὸς δεδάρθαι Solon.

Frisk Etymology German

ἀσκός: {askós}
Grammar: m.
Meaning: die abgezogene Haut, gew. der daraus gefertigte lederne Schlauch (seit Il.).
Derivative: Deminutiva: ἀσκίον (Hp., Krates Kom. u. a.), ἀσκίδιον (Ar., Posidon.). — Weitere Ableitungen: ἀσκίτης (sc. ὕδρωψ) m. Art Wassersucht, Patient dieser Krankheit (Epikur, Mediz.; vgl. Redard Les noms grecs en -της 104); — ἄσκωμα lederne Polsterung (als Ruderunterlage; Ar., Ruf. u. a.; zur Bildung vgl. Chantraine Formation 187, außerdem Morrison ClassQuart. 41, 126f.); Demin. ἀσκωμάτιον (Hero). — Zu ἀσκώλια s. bes. — Denominatives Verb ἀσκώσατο· ἠχθέσθη H.; vgl. ngr. ἀσκοφυσῶ = φουσκώνω, ὀγκοῦμαι ‘vor Zorn (wie ein Schlauch) aufschwellen’ Kukules Ἀρχ. Ἐφ. 27, 61ff.
Etymology: Dunkel. Ältere Erklärungen bei Bq (darunter ein Versuch von Baunack Stud. 1, 258ff., ἀσκός und ἀσκέω zu verknüpfen). Die Neueren sind kaum glücklicher gewesen: H. Petersson Et. Miszellen 15 (zu νάκος· s. Kretschmer Glotta 15, 197), Specht KZ 66, 220 (zu aind. átka- Bekleidung, Gewand; sowohl Form wie Bedeutung erregen Bedenken). — Zu bemerken ϝασκώνδας böot. EN; aber bei Homer fehlt jede Spur von ϝ- in ἀσκός. Vgl. Kretschmer Glotta 9, 21 5f.
Page 1,165

Chinese

原文音譯:¢skÒj 阿士可士
詞類次數:名詞(12)
原文字根:瓶 (皮製的)
字義溯源:皮袋,皮質酒袋;源自(ἀσκέω)*=精心作成)。用皮製成的皮袋。主耶穌在他的比喻中,說到要用新皮袋來裝新酒,免得破裂。記載在前三福音書上
出現次數:總共(12);太(4);可(4);路(4)
譯字彙編
1) 皮袋(12) 太9:17; 太9:17; 太9:17; 太9:17; 可2:22; 可2:22; 可2:22; 可2:22; 路5:37; 路5:37; 路5:37; 路5:38

English (Woodhouse)

flagon for wine, flask for wine, for wine, skin for holding wine

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=δερμάτινος σάκος, ἀσκί, τουλούμι). Ἡ ρίζα του ἀβέβαιη. Ἴσως ἔχει σχέση μέ τό ἀσκῶ.

Translations

wineskin

Arabic: زق; Aramaic Classical Syriac: ܙܩܐ; Armenian: տիկ; Bulgarian: мех, мях; Catalan: bot; Dutch: wijnzak; Finnish: viinileili; French: outre à vin; Georgian: ტიკი; German: Weinschlauch; Ancient Greek: ἀσκός; Icelandic: vínbelgur; Ingrian: burdjukka; Italian: otre; Norwegian Bokmål: vinsekk; Old English: wīnbelg; Persian: خیک; Polish: bukłak; Portuguese: borracha; Russian: бурдюк; Serbo-Croatian: mješina, mijeh, meh; Sicilian: utri; Spanish: bota, borracha; Swedish: lägel; Ukrainian: бурдюк

goatskin

Armenian: տիկ, տկճոր; Finnish: leili; French: outre; Galician: odre; Ancient Greek: ἀσκός; Lithuanian: ožena; Russian: бурдюк; Serbo-Croatian Cyrillic: мије̑х, ме̑х, мјѐшина, мѐшина; Roman: mijȇh, mȇh, mjèšina, mèšina; Spanish: odre, bota

waterskin

Bulgarian: кожен мях за вода; Dutch: lapzak; Finnish: nahkaleili; Ancient Greek: ἀσκός; Ingrian: burdjukka; Italian: otre; Ottoman Turkish: طولوم, قربه, مطره; Portuguese: odre; Punjabi: ਮਸ਼ਕ; Russian: бурдюк; Swahili: kiriba; Swedish: vattenlägel, vattenskinn