μορέω

From LSJ
Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορέω Medium diacritics: μορέω Low diacritics: μορέω Capitals: ΜΟΡΕΩ
Transliteration A: moréō Transliteration B: moreō Transliteration C: moreo Beta Code: more/w

English (LSJ)

(μόρος)
A make with pain and toil, ὃν ἁπάτωρ… μόρησε Dosiad. Ara8, cf. EM584.31 (sed leg. μόγησε) ; πυρὸς μεμορημένος αὐγαῖς, i.e. boiled over a fire, Nic.Al.229 (unless from μείρομαι (A), q.v.).

German (Pape)

[Seite 207] ist als Thema zu μεμόρηκα, Nic. Ther. 213, u. μεμόρημαι u. ä. angenommen worden, die unter μείρομαι nachzusehen sind, als praes. kommt das Wort nicht vor; E. M. führt auch μορῆσαι = κακοπαθῆσαι an; μόρησε = ἐπόνησε, Dosiad. ar. 2 (XV, 26).

French (Bailly abrégé)

1-ῶ ; 3 sg. ao. poét. μόρησε ;
travailler, se fatiguer, souffrir, ANTH. 15.26.8.
Étymologie: μόρος¹.
2-ῶ ; pf. μεμόρηκα, pf. pass. μεμόρημαι ;
partager, NIC.
Étymologie: μόρα.

Russian (Dvoretsky)

μορέω: с усилием делать, изготовлять (τι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μορέω: (μόρος) κάμνω τι μετὰ δυσκολίας καὶ μόχθου, ὃν ὡπάτωρ... μόρησε, ἐπόνησε, Ἀνθ. Π. 15. 26, 8· - περὶ τοῦ μεμόρημαι, ὅρα μείρομαι ΙΙΙ.

Greek Monotonic

μορέω: (μόρος), μέλ. -ήσω, κάνω κάτι με κόπο και μόχθο, σε Ανθ.

Middle Liddell

μορέω, fut. -ήσω μόρος
to make with pain and toil, Anth.