γλυπτός

From LSJ
Revision as of 10:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλυπτός Medium diacritics: γλυπτός Low diacritics: γλυπτός Capitals: ΓΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: glyptós Transliteration B: glyptos Transliteration C: glyptos Beta Code: glupto/s

English (LSJ)

γλυπτή, γλυπτόν,
A fit for carving, of wood or stone, Theophrastus De Lapidibus 5.
2 carved, λύγδου γ. AP5.193 (Posidipp. or Ascl.); γ. ὁμοίωμα LXX De. 4.25; πρόσοψις Iamb.Protr.21.κγ; γλυπτόν, τό, carved image, LXX Is.44.10,al.: but γλυπτά, τά, quarries, ib.Jd.3.19.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Morfología: [tes. dat. γλυτθοῦ Mnemos.23.1970.251.6 (Larisa II a.C.)]
1 apto para ser grabado o esculpido de la madera o la piedra, Thphr.Lap.5, de donde subst. τὰ γλυπτά las canteras LXX Id.3.19.
2 grabado, esculpido τὴν ἁπαλὴν Εἰρήνιον ... λύγδου γλυπτήν Posidipp.Epigr.23.4, ὁμοίωμα LXX De.4.16, στάλα SEG 36.367.3 (Esparta III d.C.), τύμβος Nonn.Par.Eu.Io.19.41
subst. τὸ γ. imagen esculpida LXX Ex.34.13, De.27.15, Mnemos.l.c., οὐκ ἔσται ὑμῖν ... γλυπτὸν εἰς θεὸν ὑμῖν Ep.Barn.12.6a.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλυπτός -ή -όν γλύφω gegraveerd, gebeeldhouwd.

German (Pape)

in Stein, Erz, Holz gegraben, geschnitzt, Posidip. 7 (V.194); LXX; λίθος, zum Behauen tauglich, Theophr. lapid. 5.

Russian (Dvoretsky)

γλυπτός: изваянный, вырезанный (θάλος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

γλυπτός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς γλυφὴν ἢ σκάλισμα, ἐπὶ ξύλου ἢ λίθου, Θεόφρ. Λίθ. 5. 2) γεγλυμμένος, σκαλισμένος, ἐν στήλῃ γλ. Ἀνθ. ΙΙ. 5. 194· γλ. ὁμοίωμα Ἑβδ. (Δευτ. δ΄, 25)· καὶ γλυπτόν, εἰκὼν γεγλυμμένη, αὐτόθι (Ἠσ. μδ΄, 17, κ. ἀλλ.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γλυπτός, -ή, -όν) γλύφω
1. σκαλισμένος με σμίλη, λαξευτός
2. το ουδ. ως ουσ. έργο γλυπτικής
μσν.
τορνευτός, καλοφτιαγμένος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γλυπτά
τα λατομεία.

Greek Monotonic

γλυπτός: -ή, -όν (γλύφω), σκαλισμένος, χαραγμένος, σμιλευμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

γλύφω
carved, Anth.