συμπεφορημένος

Revision as of 13:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

closely pressed together, Glossaria Adv. συμπεφορημένως eclectically, σ. γέγραφε Theophrastus Fragmenta 41.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
αυτός που είναι σφιχτά πιεσμένος μαζί με άλλους.
επίρρ...
συμπεφορημένως Α
1. εκλεκτικά («συμπεφορημένως γέγραφε», Θεόφρ.)
2. στρυμωχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεφορημένος του συμφορῶ «συγκεντρώνω, συσσωρεύω»].