σφακτός
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
σφακτή, σφακτόν, slain, slaughtered, δαίς E.Hec.1078 (lyr.) θηρία Rev.Arch.30(1929).29 (Gortyn, iv A.D.).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
égorgé, immolé.
Étymologie: σφάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφακτός -ή -όν [σφάζω] afgeslacht, geslacht, afgemaakt.
German (Pape)
geschlachtet, gemordet, σφακτὰν δαῖτα Eur. Hec. 1077.
Russian (Dvoretsky)
σφακτός: [adj. verb. к σφάζω заколотый, зарезанный: σφακτὴ κυσὶν δαίς Eur. зарезанная (и брошенная) собакам добыча.
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
σφακτός: -ή, -όν, ἐσφαγμένος, πεφονευμένος, σφακτὰν κυσὶ φοινίαν δαῖτα Εὐρ. Ἑκ. 1077.
Greek Monolingual
σφαχτός, -ή, -ό / σφακτός, -ή, -όν, ΝΑ σφάζω
αυτός που θανατώθηκε με σφαγή, σφαγμένος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σφαχτό
α) το σφάγιο, το σφαχτάρι
β) το βόσκημα που προορίζεται για σφαγή.