ἐπίτακτος

From LSJ
Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίτακτος Medium diacritics: ἐπίτακτος Low diacritics: επίτακτος Capitals: ΕΠΙΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: epítaktos Transliteration B: epitaktos Transliteration C: epitaktos Beta Code: e)pi/taktos

English (LSJ)

ἐπίτακτον,
A enjoined, prescribed, μέτρον Pi.P.4.236; of the labours of Heracles, Call.Fr.7.38 P.
2 ἐπίτακτα, τά, injunctions, orders, IG5(1).1432 (Messene, i B.C./i A.D.).
II drawn up behind, οἱ ἐ. the reserve of an army, Th.6.67; ἐ. σπεῖραι Plu.Sull.17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rangé en arrière de manière à former une réserve ; οἱ ἐπίτακτοι THC corps de réserve.
Étymologie: ἐπιτάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίτακτος: отведенный назад, помещенный в резерве или в арьергарде (σπεῖραι Plut.; см. ἐπίτακτοι).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίτακτος: -ον, ἐπιβεβλημένος, προγεγραμμένος, ὡρισμένος, μέτρον Πινδ. Π. 4. 421, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 120. ΙΙ. παρατεταγμένος ὄπισθεν, οἱ ἐπίτακτοι, ἡ ἐφεδρεία στρατοῦ, Θουκ. 6. 67· ἐπ. σπεῖρα Πλουτ. Σύλλ. 17.

Greek Monotonic

ἐπίτακτος: -ον (ἐπιτάσσω), αυτός που έχει τραβηχτεί, παραταχθεί πίσω, όπισθεν, οἱ ἐπίτακτοι, εφεδρεία στρατού, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐπίτακτος, ον ἐπιτάσσω
drawn up behind, οἱ ἐπίτακτοι the reserve of an army, Thuc.