ῥητός
English (LSJ)
ῥητή, ῥητόν, (ἐρῶ)
A stated, specified, covenanted, μισθῷ ἔπι ῥ. Il.21.445; παρεῖναι ἐς χρόνον ῥητόν Hdt.1.77, cf. Aeschin.3.124; ἐν ἡμέραις ῥ. Th.6.29; ἐπὶ ῥητοῖς γέρασι πατρικαὶ βασιλεῖαι Id.1.13; ῥητὸν ἀργύριον a stated sum, Id.2.7, 4.69; ἐπὶ ῥητοῖσι, Att. ἐπὶ ῥητοῖς, on stated terms, on certain conditions, according to covenant, Hdt.5.57, E.Hipp.459, Th.1.122, And.3.22, al.; παρέσεσθαι εἰς ῥ. ἡμέραν X.HG3.5.6; ῥητὴ ἀπόκρισις a distinct, definite answer, Plb.32.6.7: ῥητόν, τό, fixed date for a lawsuit, PSI4.463.14 (iii B.C.), etc.; so perhaps ἀπὸ ῥητῶν IG12 (9).1273 (Euboea, vi B.C.). Adv. ῥητῶς = expressly, distinctly, Plb.3.23.5, SIG685.77 (ii B.C.), Phld.Rh.1.105 S., 1 Ep.Ti.4.1, Gal.17(2).427: Sup. ῥητότατα S.E.M.7.16.
2 spoken of, famous, ῥητοί τ' ἄρρητοί τε Hes.Op.4.
3 of language, in common use (= συνήθης), A.D.Pron. 113.18; φράσις Id.Synt.39.15. Adv. ῥητῶς Phld.Rh.1.161 S.
II that may be spoken or that may be told, εἰ ῥητόν, φράσον A.Pr.765; ἦ ῥητόν; ἢ οὐχὶ θεμιτὸν ἄλλον εἰδέναι; S.OT993; αὐδῶν ἀνόσι' οὐδὲ ῥητά μοι ib. 1289; ῥ. ἄρρητόν τ' ἔπος Id.OC1001; δεινὸν γάρ, οὐδὲ ῥ. Id.Ph.756; cf. ἄρρητος III.3.
2 that can be spoken or that can be enunciated, συλλαβή Pl.Tht.202b, cf. 205d, 205e; διάλεκτοι Phld.Rh.1.110S.; οὐ ῥ. κατ' ἰδίαν αἱ ἐγκλιτικαί A.D.Pron.36.30; communicable in words, Pl.Ep. 341c.
III Math., rational, of magnitudes, opp. surds (ἄλογα), ῥητὰ πρὸς ἄλληλα Id.R.546c, Hp.Ma.303b, cf. Euc.10 Deff.3 and 4, Hero *Deff.128; in Metric, ῥητὸς πούς, opp. ἄλογος, Aristid.Quint.1.14; v. ἄρρητος IV.
IV τὸ ῥητόν = the precise, literal contents of a document, the letter of the law, S.E.M.2.36, etc.; ῥητός literal, opp. allegorical, Ph.1.69, al.
V = ῥῆμα 1.3, even of a living thing, Hebr. dâvâr, LXX Ex.9.4.
German (Pape)
[Seite 841] adj. verb. von ῥεω, ἐρῶ, 1) geredet, gesagt, gesprochen, bes. ausdrücklich benannt, festgesetzt, verabredet, μισθός, Il. 21, 445, ἐς χρόνον ῥητόν, auf bestimmte, verabredete Zeit, Her. 1, 177; ῥητά τινα, gewisse verabredete Bedingungen, Valck. Hipp. 461; ἐπὶ ῥητοῖσι, unter bestimmten, festgestellten Bedingungen, Her. 5, 57; Eur. Hipp. 459; Thuc. 1, 122 u. öfter; Isocr. 17, 19; Plat. Conv. 313 a Legg. VIII, 850 a; ἐπὶ ῥητοῖς εἰσάγειν, Is. 6, 25; Folgde überall; ῥητόν τι προστίμιον, ausdrücklich bestimmt, Pol. 35, 2, 15, Sp., wie Luc. ῥητήν τινα ἡμέραν προειπών, Alex. 19. – 2) besprochen, berühmt, Hes. O. 4. – 3) zu sagen, was man aussprechen darf, was kein Geheimniß ist, im Gegensatz von ἄῤῥητος, εἰ ῥητόν, φράσον, Aesch. Prom. 767; οὐ γὰρ ῥητὸν αὐδᾶσθαι τάδε, 768; ἦ ῥητόν; ἢ οὐ θεμιστὸν ἄλλον εἰδέναι, Soph. O. R. 993; αὐδῶν ἀνόσι' οὐδὲ ῥητά μοι, 1289; ῥητὸν ἢ σιγώμενον, Eur. I. T. 938; γνωστὸν ἢ ῥητόν, Plat. Theaet. 205 e; Dem. vrbdt bes. ῥητὰ καὶ ἄῤῥητα. – 4) bei Philosophen und Mathematikern rational, πρὸς ἄλληλα, Plat. Rep. VIII, 546 c, vgl. Hipp. mai. 303 b. – Bei Sp. ist τὸ ῥητόν eine Stelle aus einem Schriftsteller, ein Spruch, S. Emp. adv. phys. 1, 54 u. A. – Adv. ῥητῶς, ausdrücklich, bes. bei wörtlichen Citaten, S. Emp. oft u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 dit, exprimé, désigné, convenu : μισθῷ ἐπὶ ῥητῷ IL à un prix convenu ; χρόνος ῥητός HDT temps fixé ; ἡμέραι ῥηταί THC jours fixés ; τὸ ῥητόν, convention, condition : ἐπὶ ῥητοῖσι HDT, ἐπὶ ῥητοῖς THC à certaines conditions;
2 qu'on peut dire, qu'on peut divulguer : ῥητὸν ἄρρητόον τ' ἔπος SOPH ce qu'on peut dire et ce qu'il faut taire, càd le profane et le sacré ou le bien et le mal;
3 t. de math. τὰ ῥητά, les quantités rationnelles.
Étymologie: adj. verb. de εἴρω, *ῥέω ; cf. ῥῆμα, ῥήτωρ.
Russian (Dvoretsky)
ῥητός: [adj. verb. к εἴρω II]
1 оговоренный, (об)условленный, назначенный (μισθός Hom.; ἐς χρόνον ῥητόν Her.);
2 могущий быть сказанным, подобающий (ἔπος Soph.);
3 могущий быть выраженным, выразимый: γνωστὸς καὶ ῥ. Plat. познаваемый и определимый словами;
4 мат. рациональный Plat. - см. тж. ῥητόν.
Greek (Liddell-Scott)
ῥητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ *ῥέω, ἐρῶ, ὡρισμένος, ἰδιαιτέρως ὡρισμένος, συμπεφωνημένος, Λατ. ratus, μισθῷ ἐπὶ ῥητῷ Ἰλ. Φ. 445· ἐς χρόνον ῥ. παρεῖναι, εἰς ὡρισμένον, προσυμπεφωνημένον καιρόν, Ἡρόδ. 1. 77, πρβλ. Αἰσχίν. 71. 12· ἡμέραι ῥ. Θουκ. 6. 29· ἐπὶ ῥητοῖς γέρασι, μὲ ὡρισμένας προνομίας (πρβλ. ἐπί τισι ὡρισμένοις Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 14), ὁ αὐτ. 1. 13· ῥ. ἀργύριον, ὡρισμένον χρημάτων ποσόν, ὁ αὐτ. 2. 7., 4. 69· ἐπὶ ῥητοῖσι, Ἀττ. ἐπὶ ῥητοῖς, ἐπὶ ὅροις ὡρισμένοις, κατὰ τὴν συμφωνίαν, ἢ συνθήκην, Ἡρόδ. 5. 57, Εὐρ. Ἱππ. 461, Θουκ. 1. 122, Ἀνδοκ. 26. 15, κ. ἀλλ.· παρεῖναι εἰς ῥ. ἡμέραν Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 6· ῥ. ἀπόκρισις, ὡρισμένη, σαφής, Πολύβ. 32. 22, 7· - ἐντεῦθεν ἐπίρρ. ῥητῶς, ὡρισμένως, σαφῶς, ὁ αὐτ. 3. 23, 5, κτλ., πρβλ. Wetst. εἰς Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. δ΄, 1· οὕτω, ῥητότατα Σέξτ. Ἐμπ. 7. 16. 2) περὶ οὗ γίνεται λόγος, περίφημος, διάσημος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 4. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ εἴπῃ, εὶ ῥητόν, φράσον Αἰσχύλ. Πρ. 765· ἦ ῥητόν; ἢ οὐχὶ θεμιτὸν ἄλλον εἰδέναι; Σοφ. Ο. Τ. 993· αὐδῶν ἀνόσι’ οὐδὲ ῥητά μοι αὐτόθι 1289· ῥ. ἄρρητόν τ’ ἔπος Λατ. fas nefasque, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1001· δεινὸν γὰρ, οὐδὲ ῥ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 756· πρβλ. ἄρρητος ΙΙΙ. 3. 2) ὃν δύναταί τις νὰ προσφέρῃ, ἀπαγγείλῃ, συλλαβὴ Πλάτ. Θεαίτ. 202Β, πρβλ. 205D, E· ὃν δύναταί τις νὰ ἀνακοινώσῃ διὰ λέξεων, Πλάτ. Ἐπιστ. 341C. ΙΙΙ. ἐν τοῖς Μαθηματικοῖς, ῥητὰ λέγονται τὰ ποσὰ τὰ ἔχοντα λόγον πρὸς ἄλληλα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἄλογα· ῥητὰ πρὸς ἄλληλα Πλάτ. Πολ. 546C, Ἱππ. Μείζων 303Β, πρβλ. Εὐκλείδ. 10, ὁρισμ. 5-9· ἴδε ἄρρητος IV, ἀπόρρητος ΙΙ. IV. τὸ ῥητόν, τὸ ἀκριβὲς ἢ κατὰ γράμμα περιεχόμενον ἐγγράφου τινός, (τὸ γράμμα, Καινὴ Διαθ.), Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 36, κτλ.· ὡσαύτως, τὸ ῥ. τοῦ προφήτου, ὁ λόγος αὐτοῦ, Κλήμ. Ἀλ. 772. 2) = τὸ ῥῆμα Ι. 3, ἔτι καὶ ἐπὶ ἐμψύχου, Ἑβρ. dâvâr, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Θ΄, 4).
English (Autenrieth)
spoken, stipulated, Il. 21.445†.
English (Slater)
ῥητός to be spoken ]τον οὐ ῥητ[ο]ν[ (supp. Lobel) Πα. 17. a. 4.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥητός, -ή, -όν, ΝΑ
1. αυτός που έχει λεχθεί
2. ορισμένος, σαφής, κατηγορηματικός (α. «η πρότασή του ήταν ρητή» β. «ῥητὴ ἀπόκρισις», Πολ.)
3. αυτός που μπορεί να λεχθεί χωρίς επιφύλαξη, σε αντιδιαστολή προς τον άρρητο («δεινὸν γάρ, οὐδὸ ῥητόν», Σοφ.)
4. το ουδ. ως ουσ. το ρητό(ν)
σύντομη φράση, συν. επώνυμη, που με κατηγορηματικό τρόπο και με προτρεπτικό ή αποτρεπτικό χαρακτήρα εκφράζει μια αλήθεια, την οποία ο άνθρωπος οφείλει ν
ακολουθήσει αν θέλει να κατακτήσει την αυτογνωσία, την επιτυχία ή την ευδαιμονία, αλλ. γνωμικό ή απόφθεγμα
νεοελλ.
μαθ. α) «ρητοί αριθμοί» — ακέραιοι ή κλασματικοί αριθμοί τών οποίων οι αριθμητικές πράξεις είναι πάντοτε εκτελέσιμες
β) «ρητή παράσταση» — αλγεβρική παράσταση χωρίς ριζικά
γ) «ρητό κλάσμα» — αλγεβρικό κλάσμα που οι δύο όροι του είναι ακέραια πολυώνυμα
αρχ.
1. αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος, περίφημος, ξακουστός
2. (για ύφος λόγου ή έκφραση) κοινός, συνήθης
3. (για λόγο) αυτός που μπορεί να απαγγελθεί, να προφερθεί («συλλαβὰς γνωστάς τε καὶ ῥητάς», Πλάτ.)
4. μαθ. αυτός που εκφράζει τον λόγο δύο αριθμών
5. (στη μετρική, για πόδα ή συλλαβή) αυτός που εκφράζεται σε απλές αναλογίες
6. το ουδ. ως ουσ. α) η ορισμένη ημερομηνία
β) το ακριβές περιεχόμενο ενός εγγράφου.
επίρρ...
ρητώς / ῥητῶς ΝΑ και ρητά Ν
κατά τρόπο ρητό, κατηγορηματικά, σαφώς, ξεκάθαρα («του απαγόρευσαν ρητά τη συμμετοχή του»)
νεοελλ.
1. ονομαστικά («όλα τα ονόματα αναγράφονται ρητώς στον κατάλογο»)
2. φρ. «ρητώς και κατηγορηματικώς»
(ιδίως σχετικά με απαγόρευση) καθαρά και ξάστερα, σαφώς και αδιαμφισβήτητα
αρχ.
(για εκφράσεις) κατά τη συνηθισμένη χρήση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα Fερε- (βλ. λ. είρω [ΙΙ]), με μηδενισμένο το α' και εκτεταμένο το β' φωνήεν (πρβλ. εἴρηκα, ῥῆμα, ῥήτωρ) + επίθημα -τός].
Greek Monotonic
ῥητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του *ῥέω, ἐρῶ·
I. 1. καθορισμένος, τακτός, ορισμένος, προδιαγεγραμμένος, σαφώς ορισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐς χρόνον ῥητόν, σε προκαθορισμένο ή προσυμφωνημένο χρόνο, σε Ηρόδ.· ἡμέραι ῥηταί, σε Θουκ.· ἐπὶ ῥητοῖς γέρασι, με ορισμένα, σταθερά, πάγια προνόμια, σε Αριστ.· ῥητὸνἀργύριον, συγκεκριμένο, καθορισμένο χρηματικό ποσό, στον ίδ.· ἐπὶῥητοῖς, με συγκεκριμένους, καθορισμένους όρους, κατά τους όρους της συμφωνίας, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίρρ. ῥητῶς, ρητά, κατηγορηματικά, ξεκάθαρα, σαφώς, σε Καινή Διαθήκη
2. ο περί ου ο λόγος, γνωστός, διάσημος, σε Ησίοδ.
II. αυτός που μπορεί να λεχθεί ή να ειπωθεί, σε Αισχύλ., Σοφ.· ῥητὸν ἄρρητόν τ' ἔπος, Λατ. fas nefasque, σε Σοφ.
III. στα Μαθηματικά, τα ῥητά είναι τα ανάλογα ποσά, τα ποσά δηλ. που έχουν σταθερό λόγο μεταξύ τους, αντίθ. προς τα ἄλογα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ῥητός, ή, όν verb. adj. of *ῥέω, ἐρῶ]
I. stated, specified, Il.; ἐς χρόνον ῥητόν at a set or stated time, Hdt.; ἡμέραι ῥ. Thuc.; ἐπὶ ῥητοῖς γέρασι with fixed prerogatives, Thuc.; ῥ. ἀργύριον a stated sum, Thuc.; ἐπὶ ῥητοῖς on stated terms, on certain conditions, Hdt., Eur.:—adv. ῥητῶς, expressly, distinctly, NTest.
2. spoken of, known, famous, Hes.
II. that may be spoken or told, Aesch., Soph.; ῥητὸν ἄρρητόν τ' ἔπος, Lat. fas nefasque, Soph.
III. in Mathem., ῥητά are rational quantities, opp. to surds (ἄλογἀ, Plat.
English (Woodhouse)
agreed upon, fixed, able to be told, appointed, arranged, capable of being pronounced, fixed upon, that may be divulged, that may be spoken