ὀδοντόγλυφον
From LSJ
κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
Greek Monolingual
ὀδοντόγλυφον, τὸ (Α)
η οδοντογλυφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -γλυφον (< γλύφω «σκαλίζω»), πρβλ. ωτόγλυφον].
German (Pape)
[Seite 293] τό, = ὀδοντογλυφίς (?).