ἐναγγειοσπέρματος
From LSJ
Spanish (DGE)
-ον
bot., subst. τὰ ἐναγγειοσπέρματα (sc. φυτά) plantas de semilla contenida en una cápsula, de la subclase de plantas angiospermas op. γυμνοσπέρματα Thphr.HP 1.11.2.
German (Pape)
[Seite 824] und ἐναγγειόσπερμος, Saamen in Gefäßen, Kapseln enthaltend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναγγειοσπέρματος: -ον, ἔχων τὸ σπέρμα ἐν ἀγγείῳ, ἐν περικαλύμματι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 3· οὕτω,