φορεῖον
English (LSJ)
τό, (φορά, φέρω)
A litter, sedan chair, Din.1.36, Plb.30.25.18 (pl.), Sor. 1.49, Plu.Eum.14, D.L.5.41, etc.; written φόριον, LXX 2 Ma.3.27.
2 beast of burden, ib.Ge.45.17.
II porter's wages, Poll.7.133.
German (Pape)
[Seite 1299] τό, 1) Trage, Tragbahre, Tragsessel, Sänfte, ἐπὶ φορείου κατακομίζεσθαι ὁδόν Din. 1, 36, u. Sp., wie Plut. Num. 10, D. L. 5, 41. – 2) Trägerlohn, Poll. 7, 133.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
chaise à porteurs, litière.
Étymologie: φορεύς.
Russian (Dvoretsky)
φορεῖον: τό носилки, паланкин Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φορεῖον: τό, (φορά, φέρω) κλινίδιον, ἕδρα ἐφ’ ἧς καθήμενός τις μεταφέρεται, Λατ. sella. lectica, lectulus, Δείναρχ. 94. 41, Πολύβ. 31. 3, 18, Διογ. Λαέρτ. 5. 41, Πλουτ. Εὐμέν. 14, κλπ.· πρβλ. φοράδην. 2) κτῆνος πρὸς μεταφορὰν φορτίων, Ἑβδ. (Γεν. ΜΕϳ, 17). ΙΙ. μισθὸς ἀχθοφόρου, κόμιστρον, Πολυδ. Ζϳ, 133.
Greek Monotonic
φορεῖον: τό (φέρω), φορείο, Λατ. lectῑca, σε Δείναρχ.
Middle Liddell
φορεῖον, ου, τό, φέρω
a litter, Lat. lecti_ca, Dinarch.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
sedan
Bulgarian: носилка, паланкин; Chinese Mandarin: 轎子, 轿子, 轎, 轿, 輿, 舆; Finnish: kantotuoli; French: palanquin; German: Sänfte; Greek: σέντια, παλανκίνο; Ancient Greek: φορεῖον; Japanese: 輿, 駕篭; Korean: 가마; Latin: lectica, feretrum; Macedonian: носилка; Portuguese: liteira; Russian: паланкин; Serbo-Croatian Cyrillic: носиљка; Roman: nosiljka; Tamil: சரக்கறை சீருந்து; Vietnamese: kiệu)