ἠμαθόεις

From LSJ
Revision as of 11:46, 23 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠμᾰθόεις Medium diacritics: ἠμαθόεις Low diacritics: ημαθόεις Capitals: ΗΜΑΘΟΕΙΣ
Transliteration A: ēmathóeis Transliteration B: ēmathoeis Transliteration C: imathoeis Beta Code: h)maqo/eis

English (LSJ)

ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν (or ἠμαθόεις, ἠμαθεν if Πύλος (q.v.) be fem.), Ep. for ἀμαθόεις, (ἄμαθος) sandy, epithet of the Elean Pylos, Πύλον ἠμαθόεντα Od.1.93,al., Hes.Sc.360: generally ἠμαθόεσσα ἠϊών A.R.1.932. (Deriv. from the name of a river by Str.8.3.14.)

German (Pape)

[Seite 1164] ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν, ep. statt ἀμαθόεις von ἄμαθος, sandig; so heißt bei Hom., wie Hes. Sc. 360, Nestors Pylos, das am Meere lag, von den Dünen des Meeres, wie der Schol. Il. 2, 77 παραθαλάσσιος erkl.; doch leiteten es die Alten auch von dem dabei fließenden Flüßchen Ἄμαθος ab, Strab. VIII, 344, der bemerkt, daß das Land nicht sandig sei. In allen diesen Stellen steht die maskulinische Form ἠμαθόεις; das fem. hat Ap. Rh., ἠμαθόεσσαν ἠϊόνα 1, 932.

French (Bailly abrégé)

ἠμαθόεσσα ou ἠμαθόεις, ἠμαθόεν;
sablonneux.
Étymologie: ion. p. *ἀμαθόεις de ἄμαθος.

Russian (Dvoretsky)

ἠμᾰθόεις: ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν ион. песчаный (Πύλος Hom., Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠμᾰθόεις: ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν, Ἐπ. ἀντὶ ἀμ- (ἄμαθος), ἀμμώδης, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῆς ἐν Ἤλιδι Πύλου, Πύλοιο ἠμαθόεντος, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 360· ὥστε ἂν ἡ Πύλος εἶνε θηλ. (ὡς ἐν Ἀπολλοδ. 2. 7, 2). τὸ ἐπίθ. πρέπει νὰ θεωρηθῇ δικατάληκτον ἠμαθόεις, -όεν. Ὁ Στράβ. (344) παράγει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ ποταμοῦ Ἀμάθου, διότι ἡ Ἦλις δὲν εἶναι ἀμμώδης, ἀλλ’ ἡ Πύλος δὲν ἀπεῖχε τῆς ἀκτῆς, καὶ τὸ ἐπίθ. ἀναφέρεται εἰς τοὺς ἀμμώδεις αὐτῆς τόπους, ἴδε Σχόλ. Ἰλ. Β. 77· ὡσαύτως, ἠμαθόεσσα ἠιὼν Ἀπόλλ. Ρόδ. Α. 932.

English (Autenrieth)

(ἄμαθος): sandy, epithet of Pylos.

Greek Monolingual

ἠμαθόεις, ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν (Α)
(επικ. τ. του αμαθόεις) ο αμμώδης («Πύλον ἠμαθόεντα», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἠμᾰθόεις: ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν, Επικ. αντί ἀμ- (ἄμαθος), ο αμμώδης, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἠμᾰθόεις, ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν [epic for ἀμᾰθόεις] ἄμαθος
sandy, Hom.