ξεναπάτης

From LSJ
Revision as of 10:38, 20 December 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Med.''" to "E., ''Med.'' ")

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενᾰπάτης Medium diacritics: ξεναπάτης Low diacritics: ξεναπάτης Capitals: ΞΕΝΑΠΑΤΗΣ
Transliteration A: xenapátēs Transliteration B: xenapatēs Transliteration C: ksenapatis Beta Code: cenapa/ths

English (LSJ)

[πᾰ], ου, ὁ, poet. ξειναπάτης, (ἀπατάω)
A one who cheats strangers, Pi.O.10(11).34.
2 one who betrays his host, Ibyc.Oxy.1790i10, E., Med. 1392 (anap.).
II a treacherous breeze within a harbour, while another is blowing at sea, AB109.

German (Pape)

[Seite 276] ὁ, ion. u. poet. ξειναπάτης, der Gastfreunde oder Fremde betrügt; ξεναπάτας βασιλεὺς Ἐπειῶν, Pind. Ol. 11, 35; ξειναπάτας, Eur. Med. 1392. – In B. A. 109 steht ξεναπατᾶς, ἰδίως ἐπὶ τῶν ὅταν μὴ τοιοῦτοι πνέωσιν οἱ ἄνεμοι ἐν τοῖς πελάγεσιν, ὁποῖοι ἐν τοῖς λιμέσιν, ein Wind, der die Fremden täuscht.

Russian (Dvoretsky)

ξενᾰπάτης: дор. ξενᾰπάτᾱς, ион. ξεινᾰπάτης, ου (πᾰ) adj. m
1 обманывающий чужеземцев Pind.;
2 обманывающий гостя, нарушитель законов гостеприимства (ψεύδορκος καὶ ξ. Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ξενᾰπάτης: -ου, ὁ, ποιητ. ξειν-, (ἀπατάω) ὁ ἀπατῶν ξένους, Πινδ. Ο. 10 (11). 43· ἢ ὁ ἀπατῶν τὸν ξένον του, Εὐρ. Μήδ. 1392. ΙΙ. ἀπατηλὸς ἄνεμος ἐντὸς τοῦ λιμένος, ἐνῷ ἄλλος ἄνεμος πνέει εἰς τὸ πέλαγος, «ξεναπάτας: ἰδίως ἐπὶ τῶν ὅταν μὴ τοιοῦτοι πνέωσιν οἱ ἄνεμοι ἐν τοῖς πελάγεσιν, ὁποῖοι ἐν τοῖς λιμέσιν» Α. Β. 107. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 289.

Greek Monolingual

ξεναπάτης, ποιητ. τ. ξειναπάτης, ὁ (Α)
1. αυτός που εξαπατά τους ξένους
2. αυτός που προδίδει εκείνον που τον φιλοξενεί
3. απατηλός άνεμος που πνέει στο λιμάνι, ενώ στο ανοιχτό πέλαγος πνέει άλλος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξεῖνος + -απάτης (< απατῶ), πρβλ. φρεναπάτης, ψυχαπάτης].

Greek Monotonic

ξενᾰπάτης: -ου, ὁ, ποιητ. ξειν- (ἀπατάω), αυτός που εξαπατά ξένους ή αυτός που εξαπατά τον φιλοξενούμενό του, σε Ευρ.

Middle Liddell

ξεν-ᾰπάτης, ου, ὁ, ἀπατάω
one who cheats strangers, or who cheats his host, Eur.

English (Woodhouse)

one who deceives his host

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)