στράτευμα
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ατος, τό,
A expedition, campaign, ἐφ' Ἑλλάδα A.Pers. 758 (troch.); τὸ σ. τὸ ἐπὶ Σάμον Hdt.3.49; διέφυγον τὸ σ. escaped the threatened invasion, Id.8.112, cf. Ar.Lys.1133. II armament, army, host, Hdt.7.48; ὑγιαίνω . . μετὰ τοῦ σ. OGI453.10 (Epist. Antonii, i B.C.), cf. LXX 1 Ma.9.34, al.; ὑπὲρ τιμῆς ἐλαίου τῶν ἐνταῦθα σ. Ostr.1595 (iii A.D.), cf. Ev.Luc.23.11, BGU1564.5 (ii A.D.); πεζὸν σ. A.Pers.469; διαπόντιον σ., i.e. composed of Asiatic mercenaries, Hermipp.58; ἱππικόν X.Cyr.3.3.26; πολιτικόν Id HG5.4.41; ἱερὰ σ. SIG880.7 (Pizus, iii A.D.): also, a naval armament, Th.6.74; τὸ ναυτικὸν σ. Ἀχαιῶν S.Ph.59. 2 = στρατός 2, the people, σ. Παλλάδος E.Supp.601 (lyr.); φῦλα τρία τριῶν στρατευμάτων dub. l. in 653.