μεσεύω
From LSJ
English (LSJ)
A keep the middle or mean between two, c. gen., Pl.Lg.756e; Πλάτων μεσεύων Πυθαγόρου καὶ Σωκράτους, τοῦ μὲν δημοτικώτερος τοῦ δὲ σεμνότερος ὤφθη Numen. ap. Eus.PE14.5. 2 abs., stand midway, μ. κατὰ τοὺς τόπους Arist.Pol.1327b29. b to be neutral, X. HG7.1.43, D.C.41.46.