μομφή
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ἡ, poet. form of μέμψις (also in Pl.Ep.323b),
A blame, reproof, Pi.N.8.39; μομφῆς ἄτερ τέθνηκεν A.Th.1015; cause of complaint, μομφὰν ἔχειν τινί Pi.I.4(3).36; ἕν σοι μομφὴν ἔχω in one thing I blame thee, E.Or.1069; μομφὰς ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν Id.Alc.1009; πρός τινα μ. ἔχειν Ep.Col.3.13: c. gen., μ. ἔχων ξυνοῦ δορός S.Aj.180 (lyr.); ὧν ἕνεκα μ. ἔχει Ar.Pax664.
German (Pape)
[Seite 201] ἡ, Tadel, Vorwurf; μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων, Pind. I. 3, 54, μομφὰν ἐπισπείρων ἀλιτροῖς, N. 8, 39; μομφῆς ἄτερ, Aesch. Spt. 1001; ἤ τινα μομφὰν ἔχων ξυνοῦ δορός, Soph. Ai. 180, zu klagen habend, wie ἕν σοι μομφὴν ἔχω Eur. Or. 1069, vgl. Phoen. 780; auch Ar. Pax 647, = μέμφομαι; in Prosa, Plat. Ep. VI, 323 b.