εὑρίσκω
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
impf. ηὕρισκον or εὕρ- S.OT68, etc.: fut.
A εὑρήσω h.Merc. 302, Th.7.67, etc.: aor. 2 εὗρον Il.1.498, etc., later ηὗρον or εὗρον E. Med.553, etc.; 3pl. εὕροσαν LXX De.31.17, BGU1201.16 (i A.D.); imper. εὑρέ Hdn.Gr.2.23; Ep. inf. εὑρέμεναι Od.12.393: later aor. 1 εὕρησα Man.5.137; εὗρα v.l. in Ev.Luc.8.35, Act.Ap.5.10, (ἐν-) PGen.3.19 (ii A.D.): pf. εὕρηκα S.OT546, etc., pf. imper. 2sg. εὕρηκε Nausicr.1 D.:—Med., fut. εὑρήσομαι Hdt.9.6, Lys.13.9, etc.: aor. 2 εὑρόμην Hom., Att. ηὑρ- or εὑρ- A.Pr.269, Th.1.58, etc.: aor.1 εὑράμην Hes.Fr.116.3 (testes omnes), Str.12.34.4, Iamb.VP35.255, AP9.29 (Antiphil.), Epigr. ap. Paus.6.20.14, Ep.Hebr.9.12, IG3.900 (ii A.D.):—Pass., fut. εὑρεθήσομαι S.OT108, E.IA1105, Isoc.9.41: aor. 1 ηὑρέθην or εὑρέθην S.Aj.1135, etc.: pf. ηὕρημαι or εὕρ- A.Pers.743 (troch), etc.—Hom. has only aor. Act.and Med., exc. ἔθ' εὑρίσκω (v.l. ἐφευρίσκω) Od.19.158. (Earlier Att. Inscrr. have ηὑρέθην, ηὕρημαι, as IG22.1636.32, al., Epigr.Gr.35 (iv B.C.): εὑρέθην SIG679.80 (Magn. Mae., ii B.C.): the augm. is seldom found in Papyri, ηὕρισκεν PPetr. 3p.101 (iii B. C.); never in those of Men. or Phld.):—find, εὗρεν δ' εὐρύοπα Κρονίδην ἄτερ ἥμενον ἄλλων Il.1.498, etc.; εὕρημα εὑ., v. εὕρημα. 2 c. part., find that... εὕρισκε Λακεδαιμονίους . . προέχοντας Hdt.1.56, cf. 1.5:—and in Pass., ἤν εὑρεθῇς μὴ δίκαιος ὤν S.Tr.411, cf. OT839, OC946: with part. omitted, ὅταν τοὺς θεοὺς εὕρω κακούς (sc. ὄντας) Id.Ph.452; εὑρήσει τοσαῦτα ἔτη (sc. ὄντα) Th.5.26; θῆλυς εὕρημαι (sc. ὤν) S.Tr.1075; ἄνους ηὑρέθη Id.Aj.763. 3 c. inf., εὕρισκε πρῆγμά οἱ εἶναι . . found that the thing for him was... Hdt.1.79:—Med., εὑρίσκεται (sed leg. εὕρισκέ τε) ταῦτα καιριώτατα εἶναι ib.125:—Act., also, find means, be able, οὐχ εὑρίσκει χρήσασθαι Arr.Epict.2.12.2. 4 εὑ. ὅπως . . to find by what means... Th.7.67:—Med., c.inf., find out or discover how to... ηὕρετο . . παύειν E.Med.196 (anap.). 5 Pass., εὑρέθη ὅτι . . it was found that... LXX 1 Es.2.22(26). 6 befall, of evils, τινα ib.Ge.44.34, De.31.17. II find out, discover, οὐδέ τι μῆχος εὑρέμεναι δυνάμεσθα Od. 12.393; οὐδέ τι τέκμωρ εὑρέμεναι δύνασαι 4.374, cf. Il.7.31; εὑ. ὁδόν Pi.P.10.29; ἐξ ἀμηχάνων πόρον A.Pr.59; μηχανὴν σωτηρίας Id.Th. 209; πημάτων ἄρηξιν S.El.875; τινα ἐμοῦ βελτίονα Ar.Pl.104, etc.: abs., εὕρηκα Archim. ap. Plu.2.1094c:—Med., εὕρετο τέκμωρ Il.16.472; ὄνομ' εὕρεο think of a name to give him, Od.19.403; εἴ τιν' ἑταίροισιν θανάτου λύσιν . . εὑροίμην 9.422. 2 c. inf., get a chance of, be able, ἵνα εὕρωμεν ἐπιστολὴν γράψαι BGU822.28 (ii/iii A.D.), cf. 17,20, PGrenf.1.64.3 (vi A.D.), etc. III devise, invent, ὀχήματα A.Pr. 468, etc.; πρόφασιν Antipho 5.65:—Med., τὰ δ' ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται deeds make themselves words, S.El.625. IV get, gain, ἀρετάν, δόξαν, Pi.O.7.89, P.2.64; τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους S.Fr.88; ἐξ ὀλβίων ἄζηλον εὑροῦσαι βίον Id.Tr.284, cf. E.Med. 1107 (anap.); δεινὰ δ' εὑροῦσαν πρὸς αὐθαίμων πάθη S.OC1078 (lyr.); ἀφ' ὧν ὄνασιν εὕρωσι Id.El.1061; μέγ' εὑρεῖν κέρδος ib.1305; εὑ. σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ Pl.Prt.321c; εὑ. μητρὶ φόνον bring about murder, E.El.650: abs., acquire wealth, LXX Le.25.47:—Med., find or get for oneself, bring on oneself, οἷ . . αὐτῷ πρώτῳ κακὸν εὕρετο Od.21.304 (so in Act., μή πού τις ἐπίσπαστον κακὸν εὕρῃ 24.462); αὐτὸς ηὑρόμην πόνους A.Pr.269; μοῖραν ηὕρετ' ἀσφαλῆ Id.Ag.1588, cf. Th.880 (lyr.): so in pf. Pass., μέγα πένθος ηὕρηται S.Aj.615 (lyr.); εὑρήσεται τιμωρίην will get for himself, obtain, Hdt.3.148, cf.9.26; ἀλεωρήν Id.9.6; κλέος Pi.P.3.111; ἄδειαν εὑρόμενος And.1.15; ἀτέλειαν D.20.1; εὑρίσκεσθαι ὠφελίαν ἀπό τινος Th.1.31; τι παρά τινος IG12.108.47, Lys.13.9; εὑ. παρά τινος c. inf., procure from him that... Hdt.9.28; δεηθέντες οὐκ ἐδύναντο εὑρέσθαι Lys.14.20. V esp. of merchandise, etc., fetch, earn money, εὑροῦσα πολλὸν χρυσίον having fetched a large sum, Hdt. 1.196; ηὗρε πλέον ἢ ἐνενήκοντα τάλαντα X.HG3.4.24, cf. Vect.4.40; οἰκία εὑρίσκουσα δισχιλίας (sc. δραχμάς) Is.8.35; ἐγδίδομεν . . τοὺς θριγκοὺς . . ὅτι ἂν εὕρωσιν for what they will fetch, IG7.3073.7 (Lebad.); ἐρωτᾶν τί εὑρίσκει what it will fetch, Thphr.Char.15.4. 2 of the sum or bid which secures an article or contract, οἰκέτην . . ἀποδίδοται τοῦ εὑρόντος sells for what he will fetch, X.Mem.2.5.5; τοῦ ἤδη εὑρίσκοντος ἀπεδίδοτο Aeschin.1.96, cf. SIG966.37 (Attica, iv B.C.), 581.99 (Rhodes-Hierapytna, ii B.C.); ἐκτιθέτωσαν τὸ εὑρίσκον ἐφ' ἡμέρας δέκα the highest or winning bid, PRev.Laws48.16 (iii B.C.), cf. UPZ112vi9 (iii B.C.); προσέβαλον αὐτῷ τοῦ εὑρίσκοντος ἀνὰ [x] ἱερεῖα [x] I have placed at his disposal [x] pigs at the current price of [x], PCair.Zen.161.5 (iii B.C.), cf. UPZ114(1).24 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1093] fut. εὑρήσω, u. εὑρῶ, Polem. 2, 40 u. VLL.; aor. εὗρον (εὑρέ, εὑρεῖν, bei Sp. auch εὕρησα, Man. 5, 137; Nonn.), perf. εὕρηκα, εὕρημαι, aor. p. εὑρέθην, fut. p. εὑρεθήσομαι, z. B. Soph. O. R. 108; dafür auch εὑρήσομαι, Xen. An. 5, 8, 22, durch Suid. vertheidigt; εὑρητέος, Ar. Nub. 717; εὑρετέος, Thuc. 3, 45, wie εὑρετός, Xen. Mem. 4, 7, 6; aor. med. εὑρόμην, bei Sp. auch εὑράμην, Ep. ad. 208 (App. 274); ηὕραο Antiphil. 24 (IX, 29); εὑράμενος Ep. Hebr. 9, 12; vgl. Lob. zu Phryn. p. 139 ff., wo er auch die Seltenheit des Augments nachweis't; – finden, – a) zufällig finden, antreffen, von Personen u. Sachen; εὗρεν δ' εὐρύοπα Κρονίωνα ἄτερ ἥμενον ἄλλων Il. 1, 498, öfter; μὴ ἐπίσπαστον κακὸν εὕρῃ, daß er nicht in ein selbstverschuldetes Unglück gerathe, Od. 24, 462, wie im med., κακὸν εὕρετο, er fand sich, zog sich ein Unglück unversehens zu, 21, 304 (vgl. αὐτὸς εὑρόμην πόνους Aesch. Prom. 267, μελέους θανάτους Spt. 861, s. unten); εὑρὼν ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς Soph. O. R. 1026; εὕρημα οὐκ οἶσθ' οἷον εὕρηκας τόδε Eur. Med. 716, u. sonst bei Dichtern u. in Prosa. – Mit doppeltem accus., τοὺς θεοὺς κακούς Soph. Phil. 452; bes. pass., ge-, erfunden werden, ἢν εὑρεθῇς ἐς τήνδε μὴ δίκαιος ὤν Tr. 410, vgl. Ai. 750. 1114; ἀδικοῦσα εὑρέθη Eur. Hec. 270, u. A., bes. bei Sp. oft Umschreibung für εἶναι; – im act. so, in Erfahrung bringen, auch = begreifen, einsehen, übergehend in die Bdtg – b) finden, was man sucht, ausfindigmachen, bes. auch geistig, ersinnen, entdecken, οὐδέ τι μῆχος εὑρέμεναι δυνάμεσθα Od. 12, 392; eben so τέκμωρ, einen Ausweg auffinden, 4, 374; ὁδόν u. ä., Pind. u. die Tragg., wie ἐξ ἀμηχάνων πόρους Aesch. Prom. 59; λινόπτερ' εὗρε ναυτίλων ὀχήματα 466; μηχανὴν σωτηρίας Spt. 191; πόθεν δ' ἂν εὕροις τῶν ἐμῶν σὺ πημάτων ἄρηξιν Soph. El. 863; τὰ κακῶς εὑρημέν' ἔργα O. C. 1190; εὑρέ τιν' ἀπόκινον Ar. Equ. 20; εὑρίσκουσι σφίσιν ἐοῦσαν τὴν ἀρχὴν τῆς ἔχθρης, sie machen ausfindig, bringen heraus, daß, Her. 1, 5; ξυμμάχους Plat. Legg. VI, 754 b; φάρμακον Phaedr. 230 c; σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ Prot. 321 d, u. sonst, bes. oft in Vbdgn wie εἰ εὕρηκεν ἢ μεμάθηκεν Lach. 186 c; ἢν τῷ σφενδονᾶν ἐθέλοντι ἀτέλειαν εὑρίσκωμεν Xen. An. 3, 3, 18, u. sonst; – erwerben, erlangen, δόξαν Pind. P. 2, 64; πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα Ol. 7, 89; οὐρανῷ στηρίζον εὑρήσεις κλέος Eur. Bacch. 972; häufiger im med., sich verschaffen, erwerben (s. auch oben a), εἴ τιν' ἑταίροισιν θανάτου λύσιν ἠδ' ἐμοὶ αὐτῷ εὑροίμην Od. 9, 422; εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν Pind. P. 1, 48; κλέος εὑρέσθαι 3, 114; αὐτὸς μοῖραν εὕρετ' ἀσφαλῆ Aesch. Ag. 1570; καὶ ταῦτα πάντα σοῦ θανόντος εὑρόμην Soph. Ai. 1002; εὕρετο πᾶν ἄν Ar. Ach. 640; oft in Prosa, τιμωρίην Her. 3, 148; παρὰ δέ σφι εὕροντο ἑστάναι, sie erlangten es von ihm, 9, 28; εὑρίσκεσθαι, ἤν τι δύνωνται, ἀγαθόν Xen. An. 2, 1, 8; 7, 1, 31; ὠφέλειαν ἀπό τινος Thuc. 1, 31; ἄδειαν εὑρόμενος, nachdem er Schutz für sich erlangt hatte, Andoc. 1, 15; ἀτέλειαν, δωρεάς, Dem. 20, 1. 15; οὔτε μακρὸν οὔτε μέγα εὑρημέναι 19, 17; μηδενὶ ἐξέστω ἔτι Ἀθηναίῳ γίγνεσθαι μὴ εὑρομένῳ παρὰ τοῦ δήμου τῶν Αθ., wenn er sich nicht die Erlaubniß dazu vom Volke verschafft hat, 59, 104, im Psephisma; ὠφέλειαν Arr. An. 2, 15, 4. – c) von Waaren, einen Käufer finden, Geld einbringen, Her. ὅκως εὑροῦσα πολλὸν (ἀργύριον) πρηθείη, d. i. für viel Geld, 1, 195; ἄλλα χρήματα ἃ εὗρε πλέον ἢ ἑβδομήκοντα τάλαντα Xen. Hell. 3, 4, 24, die mehr als 70 Talente einbrachten; οἰκία εὑρίσκουσα δισχιλίας Is. 8, 35; Pol. 31, 7, 12; ähnl. absolut, οὐδὲ τῆς ἀξίας ἕκαστον τῶν κτημάτων ἀπεδίδοτο, ἀλλὰ τοῦ ἤδη εὑρίσκοντος Aesch. 1, 96, wie Xen. ὅταν τις οἰκέτην ἀποδιδῶται τοῦ εὑρόντος Mem. 2, 2, 5, d. i. um jeden Preis; τὸ ἀργύριον εὑρόν das eingekommene Geld, Inscr. 93.