μεταστρέφω
English (LSJ)
aor. Pass.-εστρέφθην Il.8.258, al., -εστράφην [ᾰ] Hdt.3.121, etc.:—
A turn about, turn round, τῶ κε Ποσειδάων . . αἶψα μεταστρέψειε νόον Il.15.52; εἴ κεν Ἀχιλλεὺς ἐκ χόλου . . μεταστρέψῃ φίλον ἦτορ 10.107; τὸ πρόσωπον πρός τι Pl.Smp.190e: —Med., μεταστρέφεσθαι πρὸς τὸ μαλθακώτερον Ar.Ra.538 (lyr.):— Pass., turn oneself about, turn about, whether to face the enemy, στῆ δὲ μεταστρεφθείς Il.11.595, 15.591, cf. Hdt.7.211; or to flee, τῷ δὲ μεταστρεφθέντι μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν Il.8.258; simply, turn round, Hdt.3.121, Pl.Phd.116d, etc.; turn about (to see if any one follows), Ar.Lys.125, D.21.221; recur, ἐπὶ τὰ προειρημένα Pl.Cra.428d. 2 turn round, retort, αἰτίας D.41.13. 3 twist or turn all ways, πάντα μεταστρέφοντα λόγον βασανίζειν Pl.Tht.191c; λόγους ἄνω καὶ κάτω μ. Id.Phdr.272b; turn upside down, ἅπαντα μ. τύχη Philem.111:—Pass., τἄνω κάτω ὁ βίος μεταστραφείς Men.5. 4 misrepresent, [δικαιοσύνης καὶ ἀδικίας] τὴν δύναμιν Pl.R.367a: generally, change, alter, τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι Arist.Rh.1376b21, cf. 1412a33; invert, τὰ τοῦ Ξενοφάνους ib. 1377a23:—Pass., ὁρᾷς γὰρ τἄμ' ὅσῳ μετεστράφη how my fortunes are changed, E.Ba.1329; τὸ ψήφισμ' ὅπως μεταστραφείη Ar.Ach.537. 5 ἀντὶ τοῦ ἰῶτα ἦτα μ. use one for another, Pl.Cra. 418c. II intr., turn another way, change one's ways, ἦ τι μεταστρέψεις; Il.15.203: aor. part. μεταστρέψας contrariwise, Pl.Grg.457a (pl.), R.587d. 2 turn so as to punish or avenge, of the gods, μή τι μεταστρέψωσιν ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα Od.2.67 (unless trans., turn back (upon the sinners), cf. μετάτροπος 2). 3 c. gen., care for, regard, E.Hipp.1226.
German (Pape)
[Seite 154] weg- u. wo anders hinwenden, umkehren; ἐκ χόλου – φίλον ἦτορ, Il. 10, 107; νόον, 15, 52; u. mit dem Nebenbegriff strafender Vergeltung, μή τι μεταστρέψωσιν (θεοί) Od. 2, 67 (vgl. μετάτροπος); übh. verändern, den Sinn ändern, ἤ τι μεταστρέψεις, Il, 15, 203; ἑαυτὸν πρὸς τὸ μαλθακώτερον, Ar. Ran. 539. – Med. u. pass. sich umwenden, στῆ δὲ μεταστρεφθείς, Il. 11, 595. 15, 591. 17, 114, gegen den Feind; aber auch auf der Flucht vom Feinde ab, 8, 258. 11, 447; übh. verändern, ὁρᾷς τἄμ' ὅσῳ μετεστράφη, Eur. Bacch. 1328; τὸ ψήφισμ' ὅπως μεταστραφείη, Ar. Ach. 511; χρὴ πάντας τοὺς λόγους ἄνω καὶ κάτω μεταστρέφοντα ἐπισκοπεῖν, hin u. her, ganz u. gar umwendend, Plat. Phaedr. 272 b, vgl. Theaet. 191 c (βίος ἄνω κάτω μεταστραφείς, Men. bei Stob. fl. 44, 3); μεταστρέψας, umgekehrt, Rep. IX, 587 d, vgl. Gorg. 456 e; Sp., νόον, Ap. Rh. 1, 808; Plut. – Im med. sich umkehren u. zu Einem hinwenden, ἐπὶ τὰ προειρημένα, Plat. Crat. 428, öfter; μεταστρεφόμενος ἀπῄει, Phaed. 116 d; μεταστραφήσεται, Rep. VII, 518 d; Xen. Cyr. 8, 3, 28. 30; Sp.