λάβρος
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
English (LSJ)
ον (also α, ον Damocr. ap. Gal.13.917): I in Hom. only of wind and water, furious, boisterous, Ζέφυρος λάβρος ἐπαιγίζων Il. 2.148, cf. Od.15.293, Thphr.Vent.50; ὡς ὅτε κῦμα θοῇ ἐν νηῒ πέσῃσι λάβρον Il.15.625; ποταμὸς . . λ. ὕπαιθα ῥέων 21.271; ὅτε λαβρότατον χέει ὕδωρ Ζεύς 16.385: λ. ὄμβρος Hdt.8.12; καπνός, σέλας, Pi.O.8.36, P.3.40; πνεῦμα A.Pers.110 (lyr.); πῦρ E.Or.697; λάβρον αὐχέν', of the Hellespont personified, Tim.Pers.84; simply, huge, mighty, λίθος Pi.N.8.46; ὕδατα λαβρότερα, expld. by ἀθροώτερα, Arist.Mete. 348b10: neut. as Adv., λάβρον ἐπαιγίζων . . Ἔρως AP5.285.2 (Paul. Sil.). II after Hom., of men, boisterous, turbulent, esp.in talking, hasty, Thgn.634; λάβροι παγγλωσσίᾳ Pi.O.2.86; λ. στόμα Simon. 177, S.Aj.1147; λ. ὄμμα E.Hel.379 (anap., s.v.l.). 2 fierce, δράκοντος λαβρόταται γένυες Pi.P.4.244, cf.E.HF253; violent, impetuous, λ. πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν τὴν τῆς τροφῆς Arist.GA717a23 (Comp.); λάβρῳ χρώμενοι τῷ ποτῷ D.S.5.26; λάβρος εἰς Βάκχον ὀλισθών AP11.25 (Apollonid.); λαγνεῖαι λαβρόταται Ti.Locr.103a; ἐπιθυμία Arist.GA717a28; Ἔρως AP5.267 (Paul. Sil.); λάβρῳ μαχαίρᾳ E.Cyc.403. III Adv. λάβρως violently, furiously, [ἵπποι] ἄνακτα φέρουσι λάβρως Thgn. 988 (cf. λαβροπόδης, -συτος) ; λ. ὕει Thphr.HP4.7.1; ἄνεμοι καταιγίζοντες λ. D.S.5.26; ἀθρόως καὶ λ. App.Hisp.18, cf. Hann.48; διδόναι [τὸ ὀξύμελι] κατ' ὀλίγον καὶ μὴ λ. Hp.Acut.58, cf. Ph.1.452. 2 eagerly, greedily, λ. διαρταμᾶν (of the eagle) A.Pr.1022; τῇ βρώσει χρῆται λ. (of the lion) Arist.HA594b18, cf. Ph.1.71.—Poet. word, used also in Ion. and late Prose. [λᾱ- by position in Ep.: λᾰ- E.Or. l. c., HF861 (troch.), AP11.25 (Apollonid.).]
German (Pape)
[Seite 2] ον (λαω, vgl. λα-, nicht zusammengesetzt, wie es die Alten oft erkl. λαβόρος, Eust. leitet es gar von βαρύς), heftig, ungestüm, von den Elementen u. Naturkräften, vom Winde, Ζέφυρος, οὖρος, Il. 2, 148, Od. 15, 293; πνεῦμα, Aesch. Pers. 110; κῦμα, ποταμός, Il. 15, 625. 21, 271; Eur. Or. 344; πόντος, Herc. f. 861, κλύδων, I. T. 1393; u. so ποταμός, χειμάῤῥους, reißend, Pol. 4, 41, 6. 70, 7 u. öfter; von heftigen Regengüssen, ὅτε λαβρότατον χέει ὕδωρ Ζεύς, Il. 16, 385, wie λάβρος ὄμβρος, Her. 8, 12 u. Pol. 11, 24, 9; auch πῦρ, Eur. Or. 696, wie Opp. C. 3, 104; σέλας Ἁφαίστου, Pind. P. 3, 40, καπνός, Ol. 8, 36, der aber auch schon λάβρος στρατός, die ungestüme, unbändige Schaar, sagt, P. 2, 87, u. λάβροι παγγλωσσίᾳ γαρύετον, Ol. 2, 95, d. i. mit unbändiger Schwatzhaftigkeit, wie λάβρον στόμα, frech, Soph. Ai. 1126; heftig, übereilt, bei Theogn. 634, βουλεύου δὶς καὶ τρὶς ὅ τοί κ' ἐπὶ τὸν νόον ἔλθῃ· ἀτηρὸς γὰρ ἀεὶ λάβρος ἀνήρ, frech, ὄμματι λάβρῳ, Eur. Hel. 379; auch καθαρπάσας λάβρῳ μαχαίρᾳ σάρκας ἐξώπτα πυρί, Cycl. 402. – Bei Sp. bes. gefräßig, gierig, unmäßig im Essen u. Trinken, λαβροτατᾶν δράκοντος γενύων, Pind. P. 4, 244, wie Eur. Herc. F. 253; λάβρον ἐδωδαῖς, Opp. C. 2, 628; στόμα λάβρον λεαίνης, Nonn. D. 15, 200; λαγνείας λαβροτάτας, Tim. Locr. 103 a; τὰ εὐθυέντερα λαβρότερα πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν τὴν τῆς τροφῆς, Arist. gen. anim. 1, 4; διὰ τὴν ἐπιθυμίαν λάβρῳ χρώμενοι τῷ ποτῷ, D. gie. 5, 26. – Adv. λάβρως, heftig, ungestüm, bes. von gierigem Fraß, αἰετὸς λάβρως διαρταμήσει σώματος μέγα ῥάκος, Aesch. Prom. 1024; τῇ βρώσει χρῆται λάβρως, Arist. H. A. 8, 5; von Stürmen, ἄνεμοι καταιγίζοντες λάβρως, D. Sic. 5, 26; von schnellen Rossen, ἵπποι φέρουσι λ. ἄνακτα, Theogn. 988.